Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ Από την Κούλα Καρνετσή

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ
Από την Κούλα Καρνετσή


Ήταν μια γυναίκα στην γειτονιά μου που όλο γελούσε και όλο τραγουδούσε.
Ευρυδίκη την λέγανε.
Είχε τόσο ωραίο όνομα, μα εμείς δεν το ξέραμε.
Ντίκα την ξέραμε, θεία Ντίκα την φωνάζαμε. Πως από το Ευρυδίκη προέκυψε το Ντίκα, ψάξε να το βρείς.
Λίγο μας νοιάζει. Εμείς Ντίκα την γνωρίσαμε και έτσι την αγαπήσαμε. Και την αγαπήσαμε πολύ, όλοι όσοι την γνωρίσαμε.
Άνθρωπος ωραίος η Ντίκα, με το γέλιο, την χαρά και το τραγούδι να ξεχειλίζει από παντού.
Από τα μάτια της, από τα χείλη της, από το σώμα της. Ακόμα και τα λιγοστά μαλλιά της, ήταν σαν να γελούσαν πάντα και να τραγουδούσαν, έτσι αραιά και ατίθασα που ήταν.
Έτσι την γνώρισα, έτσι την αγάπησα και εγώ από μικρό παιδάκι. Από τότε που μ΄ έτρωγε η περιέργεια, όταν περνούσα δίπλα από τα χαμηλά παράθυρα του σπιτιού της, απέναντι από του Μακρή και έριχνα πάντα μια κλεφτή ματιά μέσα στην κάμαρά της πίσω από τα δαντελένια κουρτινάκια. Έφευγα τρέχοντας όταν την έβλεπα να κάθεται μέσα, σαν κάτι πολύ κακό να είχα κάνει.
Κοντοστεκόμουν και η ματιά μου γινόταν πιο εξερευνητική, όταν δεν ήταν μέσα.
Άνθρωπος της χαράς, η Ντίκα και της προσφοράς.
Άνθρωπος της ζωής, του γέλιου, του ανέκδοτου, του χορού και του τραγουδιού.
Μάνα γλυκιά, ζεστή και τρυφερή με τα παιδιά της.
Σύζυγος καλή και αφοσιωμένη, με αγάπη και φροντίδα περισσή για τον άνδρα της.
Η προσφορά, ήταν στο αίμα της . Πάντα κάτι είχε να προσφέρει σε όλους. Σε γνωστούς, σε φίλους και σε συγγενείς, σε γείτονες και σε περαστικούς.
Τάισα πολλά φρέσκα αυγουλάκια από τις κοτούλες της, στα παιδιά μου.
Φύτεψα πολλά πανσεδάκια στην αυλή μου, από τα φυτά που μου έδωσε.
Μοσχοβόλησαν πολλά φαγητά στην κουζίνα μου, από τον μαϊντανό που μου έκοβε από τον κήπο της.
Καλόπιασα πολλές φορές τον άνδρα μου, με τις ωραίες σπανακόπιτες που μου έδινε

Αυτή ήταν η Ευρυδίκη! Τύλιγε και σκλάβωνε την καρδιά σου, με λίγα αυγά, με ρίζες πανσεδάκια, με μαϊντανό και σπανακόπιτα, με λίγα αμπελόφυλλα… μα πάνω απ΄ όλα, με αγάπη.
Με πολύ αγάπη που περίσσευε για όλους.
Τύλιγε την καρδιά σου με αγάπη, όπως τύλιγε τα σαρμαδάκια σε όλους τους γάμους που πήγαινε να βοηθήσει, όπως τύλιγε τα φύλλα του καπνού, όταν έτρεχε για βοήθεια στην γειτονιά και τα γέλια από τα ανέκδοτα που έλεγε ακουγόταν μέχρι την πλατεία.
Το τραγούδι της, ξεχώριζε.
Από τα πρώτα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου της Μικρόπολης μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού, στήσανε με πολύ κέφι και μεράκι την χορωδία γυναικών του συλλόγου και κάνανε θαύματα.
Με το γέλιο της, το κέφι και τα αστεία της, κυριαρχούσε κάθε φορά στις πρόβες, κάνοντας την παρουσία της απαραίτητη σε όλες τις γυναίκες της χορωδίας.
Πρόβα χωρίς την Ευρυδίκη δεν γινότανε.
Όχι απλώς τραγουδούσε, αλλά βοήθησε ουσιαστικά στην περισυλλογή και διάσωση πολλών παραδοσιακών τραγουδιών της Μικρόπολης, που είχαν ξεχαστεί.
Μας άφησε κληρονομιά και παρακαταθήκη, δύο μοναδικά τραγούδια του χωριού, που μόνο αυτή θυμόταν από τις γιαγιάδες της και καταγράφηκαν.
Το ΄΄ποιός μου τόβαλε στα λόγια΄΄ και
Το ΄΄τραγούδι της Πολυξένης΄΄
Πρίν από μερικούς μήνες, αρρώστησε βαριά η Ευρυδίκη.
Χτυπημένη από βαρύ εγκεφαλικό, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού της και της υπόστασής της.
Κατάκοιτη, γνώριζε ελάχιστα, επικοινωνούσε με νεύματα και μικρές κινήσεις του ενός χεριού και της κεφαλής.
Δεν μιλούσε καθόλου και όμως… αυτή η γυναίκα τραγουδούσε!!!
Το τραγούδι ήταν το μόνο πράγμα που της είχε απομείνει. Το μόνο πράγμα, που το μυαλό της κράτησε επιλεκτικά αναλλοίωτο. Αρκεί κάποιος να έσερνε τον σκοπό.
Καθόταν γύρω τα κορίτσια της, άρχιζαν το τραγούδι και αυτή ακολουθούσε, χωρίς να ξεχνά ούτε ένα στίχο. Μέχρι και τα εγκώμια έψαλε την μεγάλη εβδομάδα.
Παράξενο πράγμα ο άνθρωπος! Να μην μιλάς αλλά να τραγουδάς…

Χτες την χάσαμε και η γειτονιά ερήμωσε.
Μαζεύτηκαν οι γειτόνισσες για τελευταία φορά στην μεγάλη σάλα με τα ξύλινα κάγκελα. Εκεί που πάντα ηχούσαν γέλια και φωνές, τώρα σιωπή και κλάμα.
Λιτή και σεμνή η παραδοσιακή τελετή της κηδείας της. Όπως της έπρεπε, γιατί λιτή και σεμνή ήταν και η ίδια σε όλη της την ζωή. Μα ο κόσμος πολύς, που ήρθε να την αποχαιρετίσει.
Θρήνος και οδυρμός, πόνος και αγάπη που ξεχείλιζε από τους συγγενείς. Η κραυγή ΄΄μανούλα μου΄΄ από τις κόρες της, πάνω στον τάφο, ηχεί συνέχεια στα αυτιά μου.
Κομμάτια οι καρδιές όλων, από την Ευρυδίκη που χάναμε, μα και από τις γυναίκες της χορωδίας, που το στερνό αντίο της τόπαν με τραγούδια.
Παράφωνα αυτή την φορά, γιατί ο πόνος περίσσευε και οι λυγμοί, έκοβαν τον στίχο στην μέση, το κλάμα αλλοίωνε την φωνή, μα αυτές εκεί… έκλαιγαν και τραγουδούσαν…τραγουδούσαν και έκλαιγαν, παρασύροντας όλο το πλήθος σε κλάμα γοερό.

Καλό σου ταξίδι Ευρυδίκη .
Εμείς θα σε θυμόμαστε πάντα και θα τραγουδάμε για σένα…το,
΄΄ποιος μου τόβαλε στα λόγια ,το δικό μου το πουλί,
μ ΄ανταμώνει μες τους δρόμους και δεν μου μιλεί΄΄…
Που ξέρεις, μπορεί εκεί που θα πας, ν΄ ανταμώσετε με τον δικό μου τον πατέρα.
Μπορεί νάχει και το Ούτι του μαζί.
Θα του μάθεις τον σκοπό, γιατί εκείνος δεν το γνωρίζει αυτό το τραγούδι.
Θα παίζει ο μπαμπάς μου το Ούτι, θα τραγουδάς εσύ, και θα μαζεύετε όλους τους Μικροπολιώτες σ΄ένα γλέντι τρελό, όπως αυτά που κάνατε όταν ήσασταν κοντά μας.

Στο καλό θεία Ντίκα
Η Κουλίτσα….(έτσι πάντα με φώναζες)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου