Πόσα δεν έχουν ειπωθεί, πόσα δεν έχουν γραφτεί για τα πανηγύρια στα χωριά.
Πόσες εκπομπές στην τηλεόραση, για την αναβίωση των παλιών πανηγυριών.
Τίποτα από όσα διαβάζω, βλέπω και ακούω δεν μ΄ αγγίζουν, γιατί απλά, τίποτα δεν μου θυμίζουν. Το δικό μας πανηγύρι, δεν είχε τίποτε από όλα αυτά.
Κάποτε στενοχωριόμουν, γιατί νόμιζα ότι εμείς στην Μικρόπολη, ήμασταν πίσω σε σχέση με τα άλλα χωριά. Ούτε κλαρίνα και βιολιά, είχαμε, ούτε κορίτσια με παραδοσιακές στολές να χορεύουν στην αυλή της εκκλησίας, όπως έβλεπα στην τηλεόραση.
Μέχρι που κατάλαβα, ότι το δικό μας πανηγύρι, ήταν πιο όμορφο από όλα αυτά που έβλεπα.
Το δικό μας πανηγύρι, ήταν γένους θηλυκού. Ήταν ΄΄η πανήγυρη.΄΄
Ήταν μια πανήγυρη με τσαντίρια πολλά, γεμάτα πραμάτειες, ήταν κούνιες βάρκες, ήταν παλάντζες, στημένες δίπλα από το μεγάλο πλατάνι, που γυρνούσαν γύρω γύρω και μας έφερναν ίλιγγο.
Ήταν τα μισόφραγκα, που μαζεύαμε κρυφά, για την μεγάλη γιορτή, ήταν τα καινούργια ρούχα και τα πέδιλα, που εκείνη την ημέρα πρώτη φορά φορούσαμε και οι κορδέλες, που σιδέρωνε και κολλάριζε η μαμά, για να τις δέσει φιόγκο στην κοτσίδα μας.
Ήταν τα καινούργια ρούχα που τα έμπειρα και επιδέξια χέρια της μεγάλης μοδίστρας, της κυρά Βάσως και αργότερα της Αρετής έραβαν, για να στολίσουν τις κοπέλες και τις νιόπαντρες, πρωτοφορεμένα την ημέρα εκείνη.
Ήταν η αναστάτωση της προσμονής, το πήγαινε έλα όταν ήμασταν μικρά, στα πλατάνια, μέρες πριν, για να δούμε αν ήρθαν οι πανηγυρτζήδες, αν στήνονταν οι κούνιες, αν καρφώνονταν οι πάσσαλοι για τα τσαντίρια.
Ήταν ο γύρος του θανάτου, με τον μοτοσικλετιστή να τρέχει με την μηχανή του πάνω στον στρογγυλό τοίχο, που έστηνε ο ίδιος και η κομμένη ανάσα των θεατών από τον φόβο της πτώσης και του θανάτου.
Ήταν το ούζο με το τζατζίκι και η μπύρα ΦΙΞ στα τραπεζάκια κάτω από τα δένδρα, στο εξοχικό κέντρο του μπαρμπα Νικόλα του Σμολοκτού και του Δημαρίδη.
Ήταν η φωνή του Καζαντζίδη που τραγουδούσε την Μαντουβάλα, ήταν τα ρεμπέτικα και το ΄΄ τρελέ τσιγγάνε για πού τραβάς ΄΄ που ακούγονταν από τα μεγάφωνα του πικ άπ με τα μικρά δισκάκια του μπαρμπα Νικόλα. Ήταν η Νίτσα Τσίτρα που ξετρέλαινε όλο το χωριό με την φωνή της.
Ήταν ο κόσμος που καθόταν στο γρασίδι, στην πλαγιά και παρακολουθούσε τις κοπέλες και τα παλικάρια του χωριού να κάνουν βόλτα και να ψάχνουν τους αγαπημένους τους, να φλερτάρουν και να ερωτεύονται, μα και τους νέους από τα γύρω χωριά να πειράζουν τα όμορφα κορίτσια της Μικρόπολης. Γιατί είχε πολύ όμορφα κορίτσια το χωριό.
Ήταν οι γαϊδουροδρομίες που στήθηκαν αργότερα και που τις πήραν μαζί τους τα γαϊδουράκια, που χάσανε τον δρόμο τους και δεν ξαναγύρισαν στην Μικρόπολη.
Ήταν…ήταν…και πόσα δεν ήταν…Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς.
Σήμερα, 1η Ιουλίου, έγινα πάλι παιδί. Τελικά έχουν δίκιο όσοι φιλοσοφούν και λένε ότι ποτέ δεν φεύγει αυτό το παιδί από μέσα μας. Μεγαλώνουμε, γερνάμε αλλά το παιδί είναι καλά φυλαγμένο και βγαίνει όποτε μπορεί. Αυτό παθαίνω κάθε φορά στην πανήγυρη, αυτό έπαθα και σήμερα που πήγαινα στα πλατάνια.
Άφησα το αυτοκίνητο μακριά, πριν του Γκόργκουλαϊ στου μπουρναλούκι το ρέμα. Ήθελα να περπατήσω όλο τον δρόμο και πολύ το φχαριστήθηκα.
Βέβαια δεν είχε χώμα όπως παλιά, ούτε σκόνη ούτε λάσπη. Άσφαλτος ήταν αλλά δεν πειράζει. Δεν λέρωσα και τα παπούτσια μου. Είχε όμως τα πεύκα, όπως παλιά και η μυρουδιά του πεύκου και του ρετσινιού, της ρίγανης, της μέντας και του θυμαριού, ήταν η ίδια. Μέχρι να φτάσω στα πλατάνια δηλαδή, γιατί εκεί οι μυρουδιές του ψημένου λουκάνικου, της πατάτας και του σουβλακίου, σκέπαζαν όλες τις άλλες.
Είχα μια χαρά όσο πλησίαζα, που δεν περιγράφεται.
Ήθελα να δω τα τσαντίρια, που άρχιζαν από χαμηλά, από την μεγάλη στροφή, στημένα με τους άσπρους μουσαμάδες και την λάμπα θυέλης Λούξ, να κρέμεται στην μέση και να φωτίζει τις πολύχρωμες πραμάτειες, που τόσο μας ξετρέλαιναν, τους πραματευτάδες με τις περίεργες φάτσες μέσα, που μου προκαλούσαν δέος για όλη αυτή την πραμάτεια που κουβαλούσαν μαζί τους και φόβο, που για έναν περίεργο και ανεξήγητο λόγο, μου προκαλούσαν τα πρόσωπά τους. Ίσως γιατί δεν μας άφηναν να αγγίξουμε όλα αυτά τα πολύχρωμα που βλέπαμε ,που τόσο πολύ ποθούσαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε.
Περπατούσα και είχα αποφασίσει και το τι θα αγόραζα.
Ένα δαχτυλίδι με καρδούλα κόκκινη θα το έπαιρνα οπωσδήποτε. Θα είχε και σε άλλα χρώματα τις καρδούλες, ροζ, κίτρινες, μωβ, μα εγώ την κόκκινη θα διάλεγα και είχα τον λόγο μου. Ήθελα να είναι ασορτί, δεμένη και σεταρισμένη με το κόκκινο λουστρίν τσαντάκι, πούχει χρυσό το κλιψαριστό του κούμπωμα. και χρυσή την αλυσίδα για το πέρασμα στον ώμο .
Πόσο με ξετρέλαιναν αυτά τα τσαντάκια, κρεμασμένα από ψηλά και αριστερά στο τσαντίρι. Θυμάμαι τόσο ζωντανά την θέση τους που δεν θα δυσκολευτώ καθόλου να τα βρω. Μήνες μάζευα τα μισόφραγκα, για να αγοράσω το κόκκινο τσαντάκι και να το κρεμάσω στον ώμο. Ίσως από τότε να μου έμεινε απωθημένο και εξακολουθώ να έχω μια αδυναμία στις μικρές κόκκινες τσάντες.
Τάχω τα λεφτά. Θα την πάρω οπωσδήποτε.
Στο διπλανό τσαντίρι, θα διάλεγα βραχιόλι. Ασημί, με δυό κεφάλια φιδιού στο τελείωμα, που κλίνει όσο θέλεις. Πολύ πρακτικό ήταν πάντα αυτό για μένα, γιατί το χεράκι μου ήταν τόσο λεπτό και αδύνατο, που μπορεί να το έχανα, αν δεν το έσφιγγα καλά. Και νύχια ψεύτικα, μανικιούρ σε κόκκινο χρώμα θα έπαιρνα. Όχι πολλά, ένα δύο μόνο, γιατί έτσι που είναι σαν δαχτυλήθρες με δυσκολεύουν λίγο στα δάχτυλα.
Σκουλαρίκια δεν θα αγόραζα, γιατί δεν είχα τρύπια αυτιά. Είχα, το ένα δηλαδή μόνο, αλλά και σ΄αυτό θα είχε κλείσει η τρύπα σίγουρα.
Όχι, μην φαντασθείτε ότι ήμουν τόσο μοντέρνα από τότε που ήμουνα παιδάκι, με ένα μόνο τρύπιο αυτί.
Η γιαγιά μου φταίει, η Μικρασιάτισα η Ευγενία, που με έβαλε κάτω μια μέρα, με μια χοντρή βελόνα στο χέρι και μεταξωτή μαύρη κλωστή, να μου τρυπήσει τα αυτιά.
Με παραμύθιαζε κάμποση ώρα, για το πόσο όμορφη θα ήμουν με σκουλαρίκια κρεμαστά, ενώ συγχρόνως έτριβε το αυτί μου με σπίρτο, ( οινόπνευμα μπλε δηλαδή ) μέχρι που χωρίς να το καταλάβω, πέρασε την βελόνα με την κλωστή. Πόνεσα είναι αλήθεια τόσο πολύ, που τόβαλα στα πόδια. Έτσι έμεινα με μια μαύρη κλωστή στο ένα μου αυτί για πολύ καιρό και ακόμη και όταν μεγάλωσα, δεν τόλμησα να τρυπήσω και το άλλο. Γι΄αυτό και έχω απορρίψει τα σκουλαρίκια. Δεν θα αγοράσω.
Θα προσπεράσω το τσαντίρι με τα πλαστικά παιχνίδια. Όλο αγόρια θα είναι εκεί που θα αγοράζουν τα πλαστικά τρακτεράκια, τα ανοιχτά χωρίς κουβούκλιο, με καρότσα, με ένα μπαρμπαδάκι για οδηγό στο κάθισμα και ένα τιμόνι που δεν θα στρίβει με τίποτε Και ΄΄κρακαλέκια΄΄ θα έχει εκεί, μα εμένα δεν μ΄αρέσουν. Αγορίστικα πράγματα.
Θα πάω όμως στο παραδίπλα τσαντίρι, σ΄αυτό που έχει διάφορα παράξενα και θα πάρω οπωσδήποτε ένα μεταλλικό πράσινο βατραχάκι, που κάνει ένα ωραίο θόρυβο όταν το παίζεις. Θα πονάει λίγο το μεγάλο μου δαχτυλάκι, όταν θα πατώ το έλασμα, αλλά δεν πειράζει. Όλα τα παιδιά θα έχουν από ένα, ας έχω και εγώ. Πριν ακόμη φτάσω ακούω το μεταλλικό κλικ-κλακ, κλικ κλακ από δεκάδες παιδιά που παίζουν.
Φέτος θα πάρω και κάτι ακόμη, που ποτέ δεν μπόρεσα να αγοράσω όσο ήμουνα μικρή.
Θα πάρω μια κούκλα με μαλλιά και ένα πλαστικό πράσινο φιδάκι, από αυτά που αγόραζαν τα αγόρια και τα πετούσαν στα πόδια μας να μας τρομάξουν. Εμείς, άλλοτε τρομάζαμε πραγματικά και τρέχαμε τσιρίζοντας, άλλοτε πάλι, επίτηδες το κάναμε, για να μας προσέξουν, ειδικά, όταν μεγαλώσαμε λίγο και άρχιζαν τα πρώτα φλέρτ.
Φλερτ με πράσινο φιδάκι, έχετε ξανακούσει;
Ε, λοιπόν σας πληροφορώ ότι ήταν πολύ ρομαντικό!
Αυτά… άλλα ψώνια δεν θα κάνω, γιατί θα βρω τις φιλενάδες μου και θα κουνηθούμε δυό φορές.
Πρώτα θα ανεβούμε στις βάρκες.
Αχ αυτές οι βάρκες! Τι χαρά ! ουρά περιμέναμε νάρθει η σειρά μας να κουνηθούμε.
Ακόμη έχω στα αυτιά μου τον ήχο από τα σταυρωτά σχοινιά που ακουμπούσαν μεταξύ τους όταν τα τραβούσαμε για να ανέβει η βάρκα ψηλά.
Θα ανέβω οπωσδήποτε. Κάποιον θα βρω και φέτος να μου κάνει παρέα, το ξέρω.
Αυτό που δεν ξέρω όμως, είναι αν θα αντέξω τον ξερό ξύλινο κρότο και το δυνατό τράνταγμα από το σανίδι που θα ανέβει με έναν μοχλό και θα ακουμπήσει βίαια η βάρκα πάνω του και θα σημάνει το τέλος χρόνου.
Δεν το άντεχα όταν ήμουνα μικρή, θα το αντέξω τώρα που τάχω και τα χρονάκια μου;
Βέβαια τότε, δεν το άντεχα, γιατί μου φαινόταν τόσο λίγος ο χρόνος! Ήθελα κι΄άλλο, αλλά δεν είχα άλλα λεφτά.
Τώρα που έχω τα λεφτά, δεν αντέχει το σώμα μου. Λίγο το αυχενικό, λίγο ο ίλιγγος, άστα…Παρ΄όλα αυτά, εγώ θα ανέβω στις βάρκες.
Μετά λέω να ανέβω στις παλάντζες. Στον μεγάλο γύρω, με τις κρεμαστές κούνιες, που όταν γυρνούσε, ανέβαιναν τόσο ψηλά και βλέπαμε γυρνώντας από κει πάνω , μια το χωριό, μια τον αη Γιώργη, μετά τους Αγίους Αναργύρους, την Αγία Μαρίνα, του Κεμέρι την γέφυρα, την κάτω συνοικία, την επάνω συνοικία και φτου και απ΄την αρχή. Πετούσαμε στον αέρα, πάνω από τον κόσμο που καθόταν στα τραπεζάκια του Σμολοκτού και του Δημαρίδη, πάνω από τους νέους που βολτάριζαν στον μεγάλο δρόμο, πάνω από τους καημούς, τους έρωτες, τα βάσανα, την φτώχεια και την ανέχεια, πάνω από τους μπαξέδες και τα καπνοχώραφα που μας περίμεναν την άλλη μέρα.
Πετούσαμε εκεί ψηλά και είμαστε τόσο ευτυχισμένοι…μα τόσο ευτυχισμένοι…
Επί τέλους, έφτασα. Τα πόδια μου όμως άρχισαν να κόβονται.
Όχι από κούραση, αλλά από το ξύπνημα, από το οδυνηρό πέρασμα από το όνειρο στην πραγματικότητα.
Εκεί, που άλλοτε ήταν στημένα τα τσαντίρια με τους πραματευτάδες, ήταν στημένες καντίνες και ο δρόμος γεμάτος με πλαστικές καρέκλες και τραπέζια. Δυό πάγκοι μέσα σ΄όλα αυτά με παιχνίδια της κακιάς ώρας, ένας πάγκος γεμάτος CD με σκυλάδικα παλαιότερης και νεότερης κυκλοφορίας, ένας πάγκος με κινέζικες ξύλινες κατασκευές και απομιμήσεις των Τοτέμ και δεν θα το πιστέψετε, μια αφίσα κρεμασμένη από πάνω του Bob Marley. Το κοίταγα άναυδη και δεν κρατήθηκα, έβαλα τα γέλια. Ο Bob Marley πρώτο πλάνο στην Μικρόπολη με τους παππούδες
και τις γιαγιάδες να περνούν και να τον κοιτούν περίεργα.
Είχε και έναν μικρό πάγκο πιο πέρα με κοσμήματα, στερεωμένα σε μπλέ τσόχινες θήκες.
Πλησίασα όλο λαχτάρα, αλλά ούτε δαχτυλίδια με καρδούλες βρήκα, ούτε βραχιολάκι φιδάκι και προπάντων ούτε τσαντούλα λουστρίν κόκκινη, με χρυσή αλυσίδα.
Ανηφόρισα με βήματα βαριά, γεμάτη απογοήτευση και έναν κόμπο να μου σφίγγει τον λαιμό . Ευτυχώς ήρθαν στα αυτιά μου μουσικές γνωστές και αγαπημένες. Κάτω από το μεγάλο πλατάνι, το μουσικό σχήμα Αιολία έπαιζε παραδοσιακή μουσική, και τα χορευτικά διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Τα παιδιά του πολιτιστικού, πανταχού παρόντα έδιναν όπως πάντα ακούραστα, τον καλύτερό τους εαυτό για την επιτυχία του πανηγυριού.
Πανέμορφα όλα εδώ πάνω. Μούφτιαξαν την διάθεση.
Χόρεψαν πολύ όμορφα τα παιδιά από τον Νεροφράκτη, πανδαισία χρωμάτων , το χορευτικό του Βώλακα, που χόρευαν ξυπόλυτοι με τα πολύχρωμα τσουράπια.
<<Στρακ στρίκι στράκα Τσιάρενι τσουράπκι>> (πολύχρωμες κάλτσες) θυμήθηκα την γιαγιά μου την εντόπια, την Μαρίτσω να τραγουδάει.
Πανέμορφο το χορευτικό της Μικρόπολης, χόρεψε τόσο ωραία που μας συγκίνησε όλους.
Βγήκαν λεβέντικα και οι βλάχοι, οι Γραμουτσιάνοι της Προσοτσάνης, με τα φλάμπουρα, τραγούδησαν και χόρεψαν με την ψυχή τους.
Κάτι προσπαθούσα να θυμηθώ όταν άκουσα να τραγουδάνε τον ΄΄είσβορο΄΄, αλλά δεν ήξερα τι…
Το τραγούδι του γέρου Περτσεμλή, αναφώνησε η θεία μου δίπλα μου. Αυτός το τραγουδούσε. Και τότε, θυμήθηκα τον γέρο Περτσεμλή, τον βλάχο, που ζούσε στην γειτονιά μου που όλο τραγουδούσε και που εγώ τον είχα ξεχάσει.
Μπορεί φέτος η πανήγυρη να μην είχε όλα αυτά που περίμενα, ήταν όμως πολύ όμορφα και έτσι όπως ήταν.
Επί τέλους, το πανηγύρι μας έγινε ΄΄ ένα σύγχρονο παραδοσιακό πανηγύρι΄΄ όπως αυτά που έβλεπα και βλέπω στην τηλεόραση.
Με παραδοσιακές στολές, με όργανα παραδοσιακά και κοπέλες όμορφες να χορεύουν κάτω από το μεγάλο πλατάνι και ομολογώ ότι μου άρεσε πολύ.
Γειά σας Μικροπολιώτες.
Νάμαστε όλοι καλά και του χρόνου των Αγίων Αναργύρων , ν΄ανταμώσουμε όλοι στην Μικρόπολη. Τα πλατάνια θα είναι εκεί και θα μας περιμένουν, όπως θα μας περιμένουν και όλο το καλοκαίρι, πανύψηλα και καταπράσινα, να μας δροσίσουν κάτω από τον παχύ ίσκιο τους.
Κούλα Καρνετσή
Αχ ρε Κούλα! Πόσο με συγκινείς κάθε φορά! Έγραψες με τόσο ωραίο τρόπο όλα αυτά που μούρχονται στο νου όταν κάθε χρόνο των Αγίων Αναργύρων επικοινωνώ με τους δικούς μου και ρωτώ να μου πουν τα νέα του πανηγυριού. Και πράγματι τα σημερινά νέα δεν έχουν καμία σχέση με "την πανήγυρη" των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι εικόνες που περιγράφεις είμαι σίγουρη πως θα μιλήσουν, θα συγκινήσουν, θα φέρουν δάκρυα στα μάτια, σε όλους όσους έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν το άρθρο σου και φυσικά είναι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Μας δίνεις άλλη μια ευκαιρία για επιστροφή έστω για λίγο στα χρόνια της αθωότητας, της ανεμελιάς, του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος, της λαχτάρας να αποκτήσουμε ένα παιχνίδι ευτελούς αξίας, και τη χαρά που παίρναμε από πράγματα που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα.
Να προσθέσω κάτι χαριτωμένο ,βάζοντας ένα κομματάκι στο ωραίο παζλ που ξεκίνησες; (και θα χαιρόμουνα πολύ αν και άλλοι φίλοι μας τοποθετούσαν τα δικά τους κομματάκια, τις δικές τους εμπειρίες, έτσι ώστε να το ολοκληρώσουμε παρέα. Φαντάζει πολύ ωραίο).
Αφού τελείωνε λοιπόν το πανηγύρι, την άλλη μέρα πρωί-πρωί, με τις φιλενάδες μου πηγαίναμε στα πλατάνια και άκουσον-άκουσον! Μόλις έφευγαν οι πανηγυρτζήδες, οι οποίοι είχαν ήδη μαζέψει τις πραμάτειες τους ,εμείς χτενίζαμε όλη την περιοχή και ψάχναμε να βρούμε κανένα φράγκο που υποθέταμε ότι θα έπεσε από την τσέπη κανενός. Δεν θα το πιστέψεις αλλά ότι και κάτι βρίσκαμε! Μια φορά είχα βρει ένα δίφραγκο πίσω από το τσαντίρι με τις αγαπημένες μου τουλούμπες. Τι χαρά Θεέ μου! Πόσο στερημένα σε υλικά αγαθά παιδιά ήμασταν!
Σταματώ γιατί δεν αντέχω άλλη συγκίνηση! Σ’ευχαριστώ γι ‘αυτή τη χαρά που μου δίνεις.
Παλι τα καταφερες....μ εκανες παλι να κλαψω.Καθε φορα γινομαι μικρο παιδι οταν διαβαζω τα κειμενα σου και παντα περιμενω με νοσταλγια το επομενο.Αυτο που θα ηθελα να συμπληρωσω και εγω σ αυτο το παζλ των αναμνησεων ειναι η χαρακτηριστικη φωνη του τελαλη στον γυρο του θανατου. ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΕΛΕΠΕΤΕ ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΕΡΕΙΤΕ, ΤΕΜΕΤΕΡΟΝ ΤΟΝ ΚΩΤΣΟΝ ΠΙ ΤΣΑΝΤΣΑΡΕΒ ΣΑ ΤΟΥΒΑΡΙΕΑ ΚΙΑΝ. Σευχαριστω που γυρισες τον χρονο 40- 45 χρονια πριν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚουλίτσα, και φίλοι επώνυμοι και ανώνυμοι συγχωριανοί, χαίρομαι που όσα δημοσιεύονται σε αυτήν την ιστοσελίδα ανοίγουν δρόμους επικοινωνίας , που κανείς δεν ξέρει πού θα μας βγάλουν κάθε φορά, και είναι τόσο ωραίο αυτό, τόσο ανθρώπινο και τονωτικό!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι οι εικόνες που περιγράφεις μας συγκινούν και μας φέρνουν δάκρυα στα μάτια Κούλα.. γιατί λίγο ή πολύ μοιάζουν με αυτές που έχουμε όλοιστο άλμπουμ της μνήμης μας..Και άλλοι κλαίμε γιατί χρειαζόμασταν ένα ερέθισμα, όπως το κείμενό σου, για να το ξανανοίξουμε, άλλοι κλαίμε γιατί το ανοίγουμε κάθε χρόνο και τώρα νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι..
Είναι ωραίο να μοιράζεσαι και το έχουμε ξεχάσει...
Ξέφυγα λίγο από το θέμα, γι αυτό θα κλείσω με κάτι "πανηγυρτζίδικο": η μαμά μου με γέννησε τρεις μέρες μετά την πανήγυρι, και από ότι λέει μισοαστεία μισοσοβαρά, ο καημός της ήταν μη την πιάσουν οι πόνοι και δεν προλάβει να πάει στο πανηγύρι.. Τελικά συντονιστήκαμε καλά γιατί ούτε η μαμά μου έχασε το πανηγύρι, αλλά ούτε κι εγώ χάνω πανηγύρι από τότε ως σήμερα - ο άντρας μου με λέει πειραχτικά "πανηγυρτζού" - όπου κι αν βρίσκομαι..από τον Έβρο ως την Κύπρο...απ'άκρη σ'άκρη η Ελλάδα τα στήνει τα πανηγύρια της κι όλα έχουν την ομορφιά τους.. Αρκεί να έχουμε την καρδιά μας ανοιχτή για να τη νιώσουμε..
Και του χρόνου συγχωριανοί! Με αγάπη, Β.Δ.Β.
Σας ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια. Χαίρομαι και συγκινούμαι πολύ όταν βλέπω ότι αυτά που γράφω άγγιξαν κάποιους ανθρώπους με τους οποίους έχω κοινά βιώματα. Χαίρομαι επίσης όταν διαπιστώνω ότι ξυπνώ μνήμες και νοσταλγίες για πράγματα και καταστάσεις τόσο αγαπημένες για μένα αλλά και για πολλούς ακόμη Μικροπολιώτες. Μιλάτε για ένα ωραίο παζλ. Είναι έτσι ακριβώς. Εγώ απλώς στήνω τον καμβά και περιμένο από όλους εσάς να το συμπληρώσουμε. Ευχαριστώ που παίρνετε μέρος σ΄αυτό. Ελπίζω και άλλοι φίλοι της ιστοσελίδας να καταθέσουν τις δικές τους μνήμες και εμπειρίες για να ολοκληρωθεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ΄΄ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΕΛΕΠΕΤΕ ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΕΡΕΙΤΕ΄΄ για παράδειγμα, πολύ το χάρηκα, γιατί το είχα ξεχάσει και το θυμήθηκα τόσο ζωντανά τώρα, που βούρκωσαν τα μάτια μου Πολύ θα χαιρόμουν αν ο ανώνυμος φίλος που το έγραψε, μας έλεγε το όνομά του. Α...και κάτι που θυμήθηκα πρόσφατα...Αλήθεια, την ΄΄Ζαμπέλα΄΄ την θυμόσαστε; Ήταν πάντα παρούσα στην πανήγυρη, με το παρδαλό φουστάνι και τα μαλλιά τα ανακατωμένα, κάθε χρόνο άφηνε την Προσωτσάνη και ερχόταν να γιορτάσει μαζί μας, περπατώντας πάνω κάτω, μπερδεμένη μες στο πλήθος. Πόσες από σας κορίτσια όταν ήσασταν αχτένιστες δεν ακούσατε την μαμά σας να σας φωνάζει...΄΄χτενίσου μαρί Ζαμπέλα...΄΄
Όσο για σένα Β.Δ.Β. τι να πω...Από την κοιλιά της μάνας σου ξεχώρισαν σε σένα δύο πράγματα. Το πόσο καλό κορίτσι θα ήσουνα, αφού άφησες την μάνα σου να πάει στο πανηγύρι και μετά την ζόρισες για να βγεις και το ότι στην υπόλοιπη ζωή σου , όχι απλώς θα πήγαινες στα πανηγύρια, αλλά θα ασχολιόσουν με πράγματα που θα έδιναν χαρά στον κόσμο, σαν νάτανε σε πανηγύρι .Δίκαια ο άνδρας σου σε φωνάζει πανηγυρτζού.
Τα του΄΄ επόμενου της πανήγυρης πρωινού΄΄, που μάλλον πρέπει η φανατική Μικρόπολης να έγραψε, με συγκίνησε επίσης γιατί και εγώ το ίδιο έκανα. Από τα χαράματα έτρεχα να ψάχνω. Μόνο που εγώ ποτέ δεν βρήκα χρήματα όσο και να έψαχνα.
Δεν θα το πιστέψετε, αλλά όλο μονά σκουλαρίκια έβρισκα, λες και ήξεραν ότι είχα ένα αυτί τρύπιο και έπεφτε μόνο το ένα και πολύ θύμωνα.
Πάντως έχεις δίκιο για το πόσο στερημένα σε υλικά αγαθά ήμασταν παιδιά. Ήμασταν όμως τόσο πλούσια σε συναισθήματα και εμπειρίες που δεν θα τα άλλαζα με τίποτε.
Σας ευχαριστώ όλους.
Κούλα
Tι να πω! Μ' έκανες να γελάω με δάκρυα με τη Ζαμπέλα!! Δεν είμαι σίγουρη αν τη θυμάμαι ως πρόσωπο πραγματικά ή νομίζω ότι τη θυμάμαι από τις τόσες περιγραφές που έχω ακούσει από τους μεγαλύτερους... Πάντως το σίγουρο είναι ότι έχω ακούσει πολλές φορές ως κοσμιτικό επίθετο το "μαρί Ζαμπέλα" από στόματα συγγενών μου να απευθύνεται είτε σε μένα είτε σε άλλους πειραχτικά...Και μ'αρέσει να το λέω κι εγώ όπως τόσα άλλα ωραία δικά μας Μικροπολιώτικα! (Όποιοι θυμούνται κι άλλα άς τα γράψουν να τα θυμήσουν και σε μας!!) Να είσαι καλά! Μου έφτιαξες τη διάθεση! Γέλιο, δάκρυ και πάλι απ'την αρχή! Με αγάπη Β.Δ.Β.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο θεία! Κάθε σου κείμενο είναι τόσο ζωντανό και γλαφυρό που ξυπνά αναμνήσεις και αγγίζει το συναίσθημα!Συνέχισε να γράφεις και να εκφράζεις την αγάπη σου για τον τόπο και να μας ταξιδευεις!
ΑπάντησηΔιαγραφή