«ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΥΤΣΟΣ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ»
ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ Β.Δ.Β
Όπου και να βρίσκομαι τις μέρες της πανήγυρης του χωριού μας, ο νους μου βρίσκεται εκεί. Έτσι και σήμερα… Πολλές οι αναμνήσεις από το πανηγύρι, παιδικές και εφηβικές – από τα πρώτα μου κουζινικά με δυο τηγανιτά αβγά μάτια σαν αληθινά, ως τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Οι περισσότερες είναι γεμάτες χρώματα, διάλεξα όμως να μοιραστώ μαζί σας μια πιο «σκοτεινή», ίσως για να την ξορκίσω …
Ο ήλιος της πρώτης μέρας του Ιούλη είναι ζεστός και η ανηφόρα μοιάζει ατελείωτη για τα παιδικά μου πόδια.. Φοράω κόκκινο φουστάνι με τιράντες και τα καινούρια μου παπούτσια με στενεύουν λίγο… . Αφήνω πίσω μου τα τελευταία σπίτια του χωριού, προσπερνώ τα Πλατάνια .
Βαρβαρούλα γιατί είσαι μόνη σου;
Αγνοώ τις ερωτήσεις κάποιων μεγάλων που ξαποσταίνουν κάτω από τα δέντρα και συνεχίζω να ανεβαίνω το χωματόδρομο για τους Αγίους Αναργύρους .
Έχω λαχανιάσει και διψάω - τα παπούτσια μου σκονίζονται και κάθε τόσο σταματώ και τα καθαρίζω με το χέρι για να βεβαιωθώ ότι γυαλίζουν ακόμα - αλλά τίποτα δεν με νοιάζει τόσο όσο να φτάσω στο πανηγύρι. Άλλη μια στροφή κι έφτασα.
Σε λίγο θα δω τους πάγκους με τα παιχνίδια κι αυτό δίνει φτερά στα πόδια μου. Και τότε τον βλέπω, να κατεβαίνει αργά από τη στροφή , στηριγμένος στο ένα του πόδι και τις δυο ξύλινες πατερίτσες. Τα πόδια μου «κόβονται» μαζί με τα φτερά, κι ας είναι το δικό του πόδι που είναι το κομμένο…
Ξέρω ποιος είναι… Κάθε χρόνο έρχεται τέτοιες μέρες στο χωριό για το πανηγύρι κουβαλώντας στην πλάτη τη πραμάτεια του…
Και τα βράδια κοιμάται στο σπίτι μας, στο σπίτι του παππού μου του Νικόλα δηλαδή, κάτω από τη σκάλα που πάει στον επάνω όροφο…
Εκεί του έστρωσε κι εψές η γιαγιά μου. Βγήκα από το δωμάτιο του παππού να πάω για ύπνο επάνω και τον είδα που κοιμότανε με τα ρούχα, έχοντας πλάι του τις ξύλινες πατερίτσες και την πάνινη τσάντα με τις ολοκαίνουριες βελόνες για το μπούρλιασμα … ασημί και χρυσές..
Για μια στιγμή σκέφτηκα να ξανανοίξω την πόρτα και να μπω στο δωμάτιο, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ο παππούς ότι φοβάμαι να ανέβω τη σκάλα επειδή από κάτω κοιμόταν ο… κουτσός…. « Αφού είναι φίλος του παππού δεν μπορεί να είναι κακός», σκέφτηκα, και σήκωσα αποφασιστικά το πόδι μου προς το σκαλοπάτι μόνο για να παραμείνω ακούνητη στο ίδιο μέρος.
Και θα ήμουν ακόμα εκεί, αν δεν κατέβαινε ο αδερφός μου, που μόλις με είδε κατάλαβε και δεν έχασε την ευκαιρία να παίξει για λίγο με τον ανόητο φόβο μου, πριν με πιάσει προστατευτικά από το χέρι για να με πάει επάνω.
Οι πατερίτσες του κουτσού χορεύουν στο χωματόδρομο παρασέρνοντας και μερικές πέτρες στο ρυθμό τους , χορεύει και η καρδιά μου απ’ την τρομάρα… Απορώ, φοβάμαι, ντρέπομαι και λυπάμαι μαζί…
Απορώ με το διπλωμένο παντελόνι στη θέση του ποδιού του, φοβάμαι τις καλογυαλισμένες και μυτερές βελόνες που κουβαλάει για πούλημα, ντρέπομαι για το κόκκινο καλό φουστάνι και τα καινούρια μου παπούτσια, λυπάμαι για τους Αγίους τους Ανάργυρους του χωριού μου, γιατροί πράγμα, που τόσους και τόσους θεράπευσαν όπως λέει ο παππάς και διαβεβαιώνει η γιαγιά μου και αυτόν ούτε και φέτος κατάφεραν να τον γιατρέψουν..
Θέλω να αλλάξω δρόμο, να γυρίσω πίσω, να ανοίξει η γης να με καταπιεί… Και δεν βλέπω πουθενά και τον αδερφό μου…
Υ.Γ. Μεγάλη πια, ρώτησα την μητέρα μου γι αυτόν τον άνθρωπο. Απόρησε που τον θυμόμουνα…
Καλό πανηγύρι και φέτος με Αγάπη ... Β.Δ.Β
Βαρβαρούλα μου γλυκιά,
ΑπάντησηΔιαγραφήπού τον θυμήθηκες τον κουτσό;
Τον είχα ξεχάσει τελείως. Πρέπει να ομολογήσω ότι έκανα προσπάθεια για να τον θυμηθώ. Μέχρι που μου ήρθε ΄΄φλασιά΄΄, όπως λένε και τα παιδιά μου, και τον θυμήθηκα πολύ καλά και ειλικρινά συγκινήθηκα πάρα πολύ. Βούρκωσα, είναι αλήθεια, γιατί ήταν μια ζωντανή εικόνα των παιδικών μου χρόνων.
Το εκπληκτικό είναι ότι ήταν έτσι ακριβώς όπως τον περιγράφεις.
Ειδικά αυτές οι βελόνες για το μπούρλιασμα. Στην αρχή όταν τις έβλεπα, με ξετρέλαιναν οι χρυσές. Λές και ήταν από πραγματικό χρυσάφι. Εμείς δεν είχαμε και ζήλευα πολύ όταν τις έβλεπα στα άλλα σπίτια. Μέχρι που αποκτήσαμε και μείς και άλλαξα γνώμη. Ότι γυαλίζει, που λένε, δεν είναι χρυσός... έ, αυτό έπαθα και γω. Γιατί οι χρυσές βελόνες του κουτσού μπορεί να γυάλιζαν πολύ, αλλά δεν μπούρλιαζαν καθόλου καλά. Είχαν κάτι μύτες χοντρές, που όσο και αν προσπαθούσε να τις λεπτύνει ο μπαμπάς μου, αυτές πάλι χοντρές παρέμειναν και έσπαγαν τα κοτσάνια από τα φύλλα του καπνού. Έτσι και γω τις παράτησα, όπως και οι άλλοι δηλαδή και όχι απλώς δεν μαλώναμε για το ποιός θα τις πάρει πρώτος, αλλά εγώ παρακαλούσα μην τυχόν έρθει ο πραματευτής και πάρουμε και άλλες. Για το μόνο πράγμα που πραγματικά τις ήθελα ήταν να τις βλέπω περασμένες στο σπάγκο μαζί με τις ασημένιες, γιατί κακά τα ψέματα, στόλιζαν όλη την αρμαθιά πολύ ωραία και πολύ τις καμάρωνα κρεμασμένες στο ξύλινο στύλο, εκεί, στο τσιμέντο του σπιτιού μας που μπουρλιάζαμε. Άσε που όταν έβλεπα να τις λιμάρουν νόμιζα ότι θα φύγει όλο το χρυσάφι από την μύτη !!!
Όσο για το κομμένο πόδι, τι να σου πω; Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έβλεπα με κομμένο πόδι και πολύ τον λυπόμουνα. Τώρα που μου τον θύμισες ηχεί συνεχώς στα αυτιά μου ο ήχος από τις πατερίτσες του πάνω στο καλντερίμι και το λαχάνιασμα της ανάσας του όταν ανέβαινε την ανηφόρα μπροστά από την αστυνομία.
Νάσαι καλά Βαρβαρούλα ή Ρούλα, (κράτα όποιο θες)γιατί ανέσυρες από την μνήμη μας κάτι που πραγματικά ήταν τόσο ανθρώπινο και τόσο ξεχασμένο.
Ελπίζω να θυμηθείς και άλλα τέτοια ξεχασμένα κομμάτια της ζωής μας για να τα θυμίσεις και σε όλους εμάς.
Κούλα Καρνετσή
Υ.Γ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τα γράφεις τόσο ωραία, τόσο ζωντανά!!!
Όσο τα διαβάζω τόσο πιό πολύ συγκινούμαι. Τόσο που νομίζω ότι με στενεύουν τώρα τα παπούτσια μου, άν και τότε που ήμουνα μικρή πάντα έπλεαν στο πόδι μου γιατί μας τα αγόραζαν μεγάλα για να τα φοράμαι περισσότερο.
Ti na po pou ton thimithikes...
ΑπάντησηΔιαγραφήden wrisko logia..... ti mas thimises tora....Nase kala ...
Kαλή μου Β.Δ.Β.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι μόνο η θύμηση του πραματευτή με τις χρυσές βελόνες, που πραγματικά η εικόνα του προκαλούσε τόση θλίψη στα παιδικά μου μάτια.Ανέσυρες στη μνήμη μου εικόνες από το πανηγύρι,πραγματικά απείρου κάλους.
Τί να πρωτοθυμηθώ.! Την παραμονή που στιβαζόμασταν ο ένας πάνω στον άλλον για να κοιμηθούμε στο μοναστήρι;Εγώ πάντως ποτέ δεν προλάβαινα να πιάσω κρεβάτι. Πάντα στο πάτωμα κοιμόμουν, ή στα πόδια καμιάς γιαγιάς.(Είμουν πολύ μικροσκοπική)
Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ ποτέ, είναι μια κόκκινη πλουμιστή πλαστική τσαντούλα, με χρυσή αλυσιδούλα κρεμασμένη στο πρώτο τσαντίρι δεξιά, να μου κλείνει πονηρά το μάτι και να με ξελιγώνει. Πόσο πολύ την ήθελα! έκανε εφτά δραχμές και το χαρτζιλίκι μου δεν έφτανε. Έπρεπε νανέβω και στις κούνιες,(στις βάρκες τις θυμάσαι), να φάω και μια τουλούμπα, να παίξω και συτους πέντε κρίκους ένα τάλιρο. Οι δραχμές μου ήταν δέκα.Έπρεπε να επιλέξω. Το πρώτο βράδυ πήγα, ήρθα,την κοίταγα,την ξανακοίταγα, γκρίνιαζα στη μαμά μου,δεν κατάφερα να την αγοράσω.Δεν θα το πιστέψεις! Όλη τη νύχτα την έβλεπα στον ύπνο μου. Ξύπνησα από τα χαράματα, και με την τσίμπλα στο μάτι πήγα στον καλό μου τον παππού.Σκέθτηκα, πως μόνο αυτός μπορούσε να με σώσει! Τρόμαξε ο άνθρωπος που με είδε μες το χάραμα, αλλά κατάλαβε ότι κάτι ήθελα.Του είπα το πρόβλημά μου και άρχισε να μου κάνει παζάρια.Ήθελε να με ταλαιπωρήσει λίγο.
Κλείσαμε το ποσό σε σαρίκια!(θυμάσαι που μπουρλιάζαμε με το σαρίκι;)Ένα φράγκο το σαρίκι. άρπαξα σαν τρελή το δεκάρικο και βούρ για τα πλατάνια.Όχι μόνο την τσάντα θα αγόραζα,αλλά θα είχα και περίσσευμα.
Τα τσαντίρια όλα κλειστά. κοιμόταν ακόμη οι άνθρωποι.Να φύγω και να ξανάρθω, ή να περιμένω ν'ανοίξουν;άν φύγω και έρθει κάποιος και μου την πάρει;(τόσο κουτό ήταν το παιδικό μου μυαλουδάκι).Προτίμησα να κάτσω σε μια πέτρα και να περιμένω.Πέρασε ένας αιώνας μέχρι να ξυπνήσουν οι υπναράδες οι πανηγυρτζήδες.
Επιτέλους! η πολυπόθητη τσαντούλα ήταν δικιά μου.Θέε μου τί χαρά! για μέρες, δεν την αποχωριζόμουν ούτε όταν πήγαινα για κατούρημα.
Αυτό και άλλα πολλά μούρχονται στο νου. Τόσο μακρινά μα και τόσο κοντινά! ανοίγεις το μπαούλο των αναμνήσεων και ξεπετάγονται μία μία, έτσι ώστε να σου γεμίζουν την ψυχή με μια γλύκα και μια αγαλλίαση
Σ'ευχαριστώ που μούδωσες την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας μια παιδική μου ανάμνηση.
Φανατική Νικρόπολης