Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ από την Κούλα Καρνετσή

Δωδεκαήμερα. Από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων.
Μέρες χαράς για τους Χριστιανούς.
Μέρες χαράς και για τους καλικάντζαρους.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, αυτά τα τριχωτά κακάσχημα ξωτικά, άφηναν τα έγκατα της γης που κατοικούσαν και ανέβαιναν στον κόσμο τον επάνω.
 Όλο τον χρόνο, ροκάνιζαν το δέντρο που τα κλαδιά του κρατούσαν τον φλοιό της γης.

 
Σαν έφταναν στο τέλος και ο κορμός κρατούσε λίγο, από φόβο μην πέσει το δέντρο απάνω τους και τους πλακώσει,  έφευγαν τρέχοντας απάνω στη γη να πειράξουν και να περιγελάσουν  τους ανθρώπους .  Σαν έφταναν όμως τα φώτα και άγιαζε ο παπάς τα νερά, όπου φύγει, φύγει. Γυρνούσαν πάλι στα λαγούμια τους, μα σαν κατέβαιναν, αντίκριζαν το δέντρο ακέραιο με τον κορμό του νάχει θρέψει . Έπιαναν πάλι δουλειά και άρχιζαν  από την αρχή το καταχθόνιο έργο τους, μέχρι τα άλλα Χριστούγεννα.
Δεν ξέρω στα άλλα μέρη, μα στην Μικρόπολη, τα χρόνια τα παλιά, κάθε χρόνο έρχονταν οι καλικάντζαροι. Εγώ δεν τους είδα ποτέ όπως και κανένα άλλο παιδί. Πώς να τους βλέπαμε άλλωστε, αφού την ημέρα κρύβονταν και μόνο σαν έπεφτε σκοτάδι βαθύ έβγαιναν και περιγελούσαν τους ανθρώπους.
Παιδάκια εμείς, με τις κοντές φουστίτσες και τα κοντά καλτσάκια στο καταχείμωνο, με ξυλιασμένα από το κρύο ποδαράκια, μαζευόμασταν κοντά στους παππούδες και τις γιαγιάδες και ακούγαμε ιστορίες για νεράιδες, φαντάσματα και ξωτικά.
Έξω μπορεί να είχε κρύο και χιόνια πολλά και τα τζούντζουρια να κρέμονταν σαν λαμπάδες παγωμένες και διάφανες από τα κεραμίδια, μέσα όμως στις κάμαρες των σπιτιών, η ζέστη ήταν περισσή, γιατί τα ξύλα ήταν μπόλικα.
Άναβαν και μπουμπούνιζαν οι μασίνες και μεις, όλα γύρω,  καθισμένα κατάχαμα πάνω στα υφαντά μιντέρια, κρεμόμασταν από τα χείλη των μεγάλων.  
Αγαπημένο θέμα των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι.
Τις πιο ωραίες και παραστατικές ιστορίες για τους καλικάντζαρους, μας τις έλεγε η θεία Μαρία του Μπάνιου, η ΄΄ Μπάνικόλαινα΄΄ όπως την φώναζαν.
Κάθονταν με το μακρύ μαύρο φουστάνι και το τσεμπέρι στα μαλλιά, στο σκαμνάκι δίπλα στην σόμπα και όλο ιστορίες μας έλεγε.
Στο πατρικό της σπίτι, στου ΄΄ Γκιοργκίσνάσου΄΄ πήγαιναν κάθε χρόνο οι καλικάντζαροι.
Ήταν καλοί άνθρωποι και τους αγαπούσαν ακόμα και οι καλικάντζαροι. Κάθε βράδυ, έλεγε, έβαζε η γριά στα πιάτα φαγητό και τα άφηνε στο κελάρι, πάνω στα κρεμαστά ξύλινα ράφια που είχαν για το ψωμί. Το πρωί δεν έβρισκε τίποτε. Άδεια τα πιάτα. Τους άκουγε κρυφά την νύχτα η μπάμπω, που έτρωγαν και γελούσαν, με γελάκια πνιχτά και περιπαιχτικά. Άκουγε λέει, που μασουλούσαν το ψωμί και ρουφούσαν την σούπα με τα κουτάλια.
Καμιά φορά, της ζητούσαν και καφέ.
΄΄Μπάμπω καφέ… Μπάμπω καφέ….΄΄ της έλεγαν μες τα μεσάνυχτα.
Σηκώνονταν μέσα στην νύχτα αυτή η καλή γυναίκα και έψηνε καφέ στην χόβολη και τον άφηνε στα ράφια. Άκουγε μετά από την διπλανή κάμαρα, να ρουφάνε τα ξωτικά με θόρυβο τον καφέ, να πλαταγιάζουν την γλώσσα τους από ευχαρίστηση και να τις δίνουν ευχές. Δεν κατάλαβε ποτέ η γριά, γιατί αυτά τα αόρατα πλάσματα, έλεγαν ότι ήταν διαβολικά και πονηρά. Αυτή, μόνο ευχές άκουγε από το στόμα τους. Ειδικά, όταν τους άφηνε καραμέλες που τους άρεσαν πολύ. Άσε που της ύφαιναν και το πανί που είχε αρχινημένο στον αργαλειό.
Ο αργαλειός της, ήταν στημένος στο χαγιάτι. Πολλές φορές τα βράδια, άκουγαν τον αργαλειό να υφαίνει μόνος του. Τον άκουγε και όλη η γειτονιά και σκιάζονταν. Ντακ, ντακ, ντουκ , ντουκ, το χτένι χτυπούσε την κλωστή, έβλεπαν  τις πατήστρες που ανεβοκατέβαιναν μόνες τους , μια η δεξιά, μια η αριστερή, χωρίς να τις πατάει ανθρώπου πόδι, τα μιτάρια να ανεβοκατεβαίνουν και αυτά και να αλλάζουν τις κλωστές απ΄το  στημόνι , τις σαΐτες να πηγαινοέρχονται και το πανί να αυγατίζει.
Αργαλειός στημένος δεν έμενε κανένας το δωδεκαήμερο. Αν καμιά νοικοκυρά ξεχνούσε και δεν τον μάζευε, χαρά μεγάλη για τους καλικάντζαρους , παιχνίδι τρελό.  Έκοβαν όλες τις κλωστές,  ξετύλιγαν όλα τα μασούρια, έσπαζαν ένα ένα τα δόντια από τα χτένια και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Μόνο ο δικός της αργαλειός έμενε στην θέση του και φόβο δεν είχε κανένα. 

Ένα βράδυ, ενώ οι καλικάντζαροι έπιναν τον καφέ τους, ο πάππος, έκλασε στον ύπνο του. Τον άκουσαν τα ξωτικά και άρχισαν να γελάνε και να χοροπηδάνε πάνω στα ράφια, πάνω στις κατσαρόλες, πάνω στο κρεμαστό φανάρι που είχαν για τα φαγητά, όπου έβρισκαν.
΄΄ Μπάμπω… μπάμπω… πάππος μπρίτς… μπρίτς… πάππος μπρίτς μπρίτς…΄΄ έλεγαν και ξανάλεγαν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Γελούσε και η μπάμπω μαζί τους, γελούσαμε και μεις όταν μας τα διηγούνταν η θεία Μαρία, η  Μπάνικόλαινα.
Περίμενε η μπάμπω, να ξημερώσει, για να μπεί στο κελάρι  να μαζέψει τα άδεια πιάτα και να συγυρίσει τις ακαταστασίες που οι καλικάντζαροι είχαν προκαλέσει.

Ένα άλλο βράδυ, κάθονταν η μπάμπω δίπλα στην φωτιά, έπλεκε και περίμενε ανήσυχη τον γιό της τον Γκιοργίσνάσο να γυρίσει από το βουνό που είχε πάει για ξύλα. Η ώρα περνούσε και ο Νάσος δεν φαινόταν. Ακούει τότε τους καλικάντζαρους να της φωνάζουν.
΄΄Μπάμπω… μπάμπω… το Νάσο το παντελόνι, ντούπκα ,το Νάσο το παντελόνι ντούπκα…΄΄(τρύπα δηλαδή), τους άκουγε να πηγαινοέρχονται ανήσυχοι, μα δεν καταλάβαινε γιατί, νόμιζε ότι την κορόιδευαν και συνέχιζε το πλέξιμο.
Κάποια στιγμή γύρισε ο Νάσος από τα ξύλα. Τον άκουσε που ξεφόρτωνε στην αυλή και ησύχασε. Σαν μπήκε ο γιός της μέσα, είδε ότι το παντελόνι του ήταν τρύπιο και από το πόδι του έτρεχε αίμα. Είχε χτυπήσει στο βουνό καθώς έκοβε ξύλα και έσκισε το παντελόνι του.
Τότε κατάλαβε τι ήθελαν να της πούνε τα καλικαντζάρια με την΄΄ ντούπκα΄΄ στο παντελόνι του Νάσου και γιατί ήταν τόσο ανήσυχα.

Μια φορά, λέει, ένας γείτονας, ο Κώστας ο Τρύφων, δύσπιστος και έξυπνος καθώς ήταν, δεν πίστευε όσα άκουγε για τους καλικάντζαρους.
΄΄Σιγά μην υπάρχουν καλικάντζαροι΄΄, έλεγε. ΄΄ Ποιος ξέρει ποια πειραχτήρια πάνε μέσα στην νύχτα,  τους κοροϊδεύουν και αυτοί τα πιστεύουν. Θα πάω μόνος μου ένα βράδυ και θα δω τι πραγματικά συμβαίνει ΄΄.
 Έτσι και έγινε. Πήρε το σαντάλι του και πήγε να πασταλιάσει τον καπνό του στου Γκιοργκίσνάσου.
Περίμενε… περίμενε… τίποτε. ΄΄Σιγά που θα είχε καλικάντζαρους ΄΄ σκεφτόταν  χαμογελώντας. Τέλειωσε το σαντάλι του, παστάλιασε όλο τον καπνό του, η ώρα πέρασε και έγειρε στο στρώμα κατάχαμα, που τούχε στρώσει η γριά. Κάποια στιγμή, δεν άντεξε να περιμένει, τα μάτια βάρυναν από την νύστα και τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε νωρίς, γιατί είχε  έννοια στο μυαλό του μην του ξεφύγει τίποτε. Χαμογέλασε ειρωνικά. Μήτε καλικάντζαρους άκουσε, μήτε τίποτα το παράξενο είδε. Μόνο το σώμα του αισθανόταν βαρύ και μουδιασμένο.
 ΄΄Φταίει το στρώμα που κοιμήθηκα κατάχαμα΄΄ σκέφτηκε.
Πάει να τεντώσει τα χέρια του να ξεμουδιάσει λίγο, τίποτε… αδύνατο να τα κουνήσει.
Πάει να μαζέψει τα πόδια του, το ίδιο. Πάει να σηκωθεί και σηκώνεται όλο το στρώμα μαζί του, μαζί με τα σκεπάσματα. Έβαλε τις φωνές τρομαγμένος, έτρεξε η γριά, στο κατόπι της και  ο γέρος και τι να δουν! Τα σκεπάσματα όλα ραμμένα γύρω γύρω με το στρώμα με βελονιές  μεγάλες και βαθιές, ραμμένες με σακοράφα. Άρχισε να βρίζει και να φωνάζει ο Κώστας.
΄΄Μη  μπρε παιδάκι μου, μη βρίζεις…΄΄ έλεγε η γριά. ΄΄Οι καλικάντζαροι ήταν…΄΄ θύμωσε πιο πολύ αυτός.
Έκοψαν τις ραφές, σηκώθηκε να φύγει. Ψάχνει τον καπνό που είχε πασταλιάσει από βραδύς, ο καπνός του άφαντος. Βγαίνει από την κάμαρα, και τι να δει! Τα παστάλια του όλα πεταμένα στα κεραμίδια του απέναντι σπιτιού.
΄΄ Κάποιος θέλει να με πειράξει  για να πιστέψω όλα αυτά΄΄ έλεγε και ξανάλεγε.
Έφυγε θυμωμένος και όλο σκεφτόταν ποιος μπορούσε να του κάνει τέτοιο αστείο και έσκαγε με τον εαυτό του που δεν είχε πάρει τίποτε είδηση.
Σαν έφτασε στο σπίτι του, του κόπηκε η λαλιά. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν από αυτό που αντίκρισε.  Όλα του τα σαντάλια κατεβασμένα από το ταβάνι και ο καπνός πεταμένος πάνω στα σανίδια της μεγάλης σάλας. Οι σπάγκοι που συγκρατούσαν πρώτα τον καπνό, δεμένοι  ο ένας με τον άλλον σε σκοινί μακρύ και τυλιγμένο γύρω γύρω από το σπίτι.
Από τους στύλους στα ντουβάρια και από τα ντουβάρια στα πίσω παράθυρα και ξανά πάλι μπροστά στους στύλους, σε κύκλους πολλούς. Τρελάθηκε, καταστροφή μεγάλη… μα δουλειά τέτοια, που ανθρώπου χέρι δεν μπορούσε να την κάνει.
΄΄Οι καλικάντζαροι…΄΄ σκέφτηκε με τρόμο.
Από κει και πέρα, όχι μόνο δεν τόλμησε να πει πως δεν υπάρχουν καλικάντζαροι, μα πήγαινε και φαγητό και καραμέλες στου Γκιοργκίσνάσου, να φάνε το βράδυ τα ξωτικά.

Στο σπίτι αυτό, είχαν μια αδελφή, την Βασίλω. Ορφανή η Βασίλω, από μικρό παιδί, την είχαν μεγαλώσει και την είχαν αναθρέψει σαν δικό τους παιδί. Ήρθε η ώρα της παντρειάς. Της κάναν προξενιό για αρραβώνες. Πώς  όμως; φτωχοί άνθρωποι ήταν. Ίσα που τάβγαζαν πέρα. Πού παράδες για προικιά. Καθόταν το αντρόγυνο στεναχωρημένο και συζητούσαν και λογάριαζαν πώς να προικίσουν την Βασίλω, μα άκρη δεν έβρισκαν. Κάθε βράδυ, η ίδια κουβέντα, η ίδια στενοχώρια.
Ένα από αυτά τα βράδια, στα μέσα του δωδεκαήμερου, ενώ κάθονταν πάλι και έλεγαν τα ίδια και τα ίδια, άκουσαν ξαφνικά  γέλια και χαρές μέσα από το τζάκι. Σταμάτησαν να μιλούν και κοιτάχτηκαν με νόημα. Τα γνώριζαν καλά αυτά τα πνιχτά γελάκια, τα περιπαιχτικά. Τόσα βράδια, τόσα χρόνια τώρα, τα ακούνε τέτοιες μέρες από την διπλανή κάμαρα, μα σήμερα, τα΄ακούνε μες στο τζάκι, γι΄αυτό και κοίταγαν  απορημένοι.
Άκουσαν τότε φωνές  μέσα από την καμινάδα ΄΄Βασίλω ορφανό…Βασίλω ορφανό…΄΄ έλεγαν και ξανάλεγαν οι καλικάντζαροι και πολλά σούρτα φέρτα άκουγαν τα γεροντάκια, πάνω στην στέγη του σπιτιού. Ξαφνικά, εκεί που προσπαθούσαν  μήπως και κάτι διακρίνουν μέσα στο τζάκι, καμιά σκιά, κάτι να κινείται τέλος πάντων, πάγωσαν.  Κάτι γινόταν μες στο τζάκι, κάτι τους φάνηκε πως σάλεψε. Και τότε, είδαν μπροστά στα μάτια τους ένα τσιγκέλι, δεμένο σε ένα σπάγκο, να κατεβαίνει από την καμινάδα και στην άκρη του νάχει κρεμασμένο ένα σακούλι.
΄΄  Βασίλω ορφανό …Βασίλω αρραβώνα,  Βασίλω ορφανό ... Βασίλω αρραβώνα..΄΄  ακούστηκαν ξανά και ξανά οι φωνές.
Πήραν το σακούλι το άνοιξαν και τι να δουν!!!
 Ένα μπουκάλι με ποτό , γλυκά και καραμέλες για κεράσματα, μα και λίρες χρυσές και κοσμήματα για τ΄ορφανό, για τις αρραβώνες του. Έβαλε τα κλάματα η γριά απ΄την συγκίνηση και ο πάππος δεν πίστευε στα μάτια του.
Έτσι, αρραβώνιασαν την Βασίλω και την πάντρεψαν με όλα τα καλά, μόνο που δεν ήταν εκεί οι καλικάντζαροι να γελάσουν και να χαρούν μαζί τους γιατί τα νερά είχαν φωτισθεί και τρέξαν να κρυφτούν στα έγκατα της γης.
Τότε, ήταν η μοναδική χρονιά που η μπάμπω, δεν έριξε στάχτη ανήμερα των Φώτων γύρω από το σπίτι για να ξορκίσει τα δαιμόνια, μα για καλό τους κατευόδιο .

Ακόμα δεν πιστεύετε πως υπάρχουν καλικάντζαροι;
Έτσι την έπαθε και ο Τούρκος αγάς που κατοικούσε τα χρόνια τα παλιά  στο  χωριό.
΄΄Όλα είναι στην φαντασία τους΄΄ έλεγε. ΄΄Αυτοί οι γκιαούρηδες ξέρουν πολλά παραμύθια΄΄.
Άνοιξαν μια μέρα κουβέντα στο καφενείο .  Τούρκοι και Έλληνες, ζούσαν τότε μαζί, αδελφωμένοι  στο χωριό. Τι είχαν να χωρίσουν άλλωστε ;   Σηκώνονταν το πρωί και έβλεπε ο ένας τον άλλο στην αντικρινή πόρτα.΄΄ Καλημέρα΄΄ ο ένας, ΄΄Μέραμπα΄΄, ο άλλος. Μαζί έπιναν τον καφέ τους, μαζί και το ρακί τους. Χριστός και Αλλάχ, δίπλα δίπλα.
Κουβέντα στην κουβέντα λοιπόν, έφτασαν στους καλικάντζαρους, μέρες που ήτανε. Ο Αγάς να λέει ότι όλα  ήταν ιστορίες και φαντασίες των Χριστιανών και οι Χριστιανοί να προσπαθούν να τον πείσουνε πως όλα ήταν αληθινά. Γελούσε ο Αγάς και τους κορόιδευε.
΄΄Μόνο άμα δω ένα αδράχτι να κρέμεται από τον ουρανό και να γνέθει μόνο του, τότε θα σας πιστέψω ΄΄, έλεγε.
Πες τόνα… πες τάλλο …πέρασε η ώρα, κίνησε και ο Αγάς για το σπίτι του, μαζί με άλλους γείτονες. Σαν έφτασε κάτω από τον πλάτανο, σταμάτησε απότομα σοβαρός και αμίλητος.
΄΄Κάποιος με κοροϊδεύει, αλλά ποιός;΄΄  σκέφτηκε. Μπροστά του, κρεμόταν ένα αδράχτι και έγνεθε μόνο του. Σήκωσε τα μάτια στον πλάτανο, να δει ποιος τον περιγελούσε, μα άνθρωπος πουθενά. Μόνο η  κλωστή κρεμόταν ανάμεσα από τα κλαδιά του πλάτανου και γύριζε το αδράχτι και έγνεθε. Έφερε γύρω τον πλάτανο, να δει μην είναι κρυμμένος κάποιος, μα τίποτε. Μαζεύτηκε κόσμος. Κοίταγαν όλοι με τα μάτια ορθάνοιχτα, τα στόματα να χάσκουν και τις καρδιές να χτυπούν γοργά. Ψάξανε και οι άλλοι, μα άνθρωπο πάνω στον πλάτανο, δεν βρήκαν. Μόνο το αδράχτι, που κρεμόταν απ΄το πουθενά,  συνέχιζε να γυρνάει και να γνέθει μόνο του, σαν δαιμονισμένο.
΄΄Οι καλικάντζαροι ΄΄…ψέλισε κάποιος φοβισμένα.
΄΄Οι καλικάντζαροι΄΄ είπαν και οι άλλοι.
΄΄Οι καλικάντζαροι΄΄είπε στο τέλος και ο Αγάς ξέπνοα και δεν ξανατόλμησε να πει ότι οι γκιαούρηδες είχαν πολύ φαντασία και έλεγαν πολλά παραμύθια.

Θέλετε τα πιστεύετε όσα σας είπα, θέλετε όχι.
Εγώ πάντως, δεκαοκτώ χρονών κοπέλα, στην Αθήνα πια, μακριά από το χωριό και τους θρύλους του, σπουδάστρια, πίστευα ακόμα πως υπάρχουν καλικάντζαροι. Και δεν τα πίστευα απλώς, μα τάλεγα και στους φίλους μου εκεί, που ήταν από μέρη διάφορα και όχι από τα δικά μου και προσπαθούσα να τους πείσω πως ήταν αληθινά. Δεν ξέρω στους δικούς τους τόπους τι γινότανε, μα στο χωριό το δικό μου, ήταν σίγουρο ότι ερχόταν οι καλικάντζαροι.
Τότε τι νόημα είχαν οι στάχτες που όλες οι νοικοκυρές άπλωναν γύρω από τα σπίτια τους, ανήμερα των Φώτων και έδιωχναν τα ξωτικά; Μέχρι που μέβαλε κάτω ένας φίλος καλός και  αγαπημένος.
Είναι δυνατόν, μου λέει, μορφωμένη κοπέλα να πιστεύεις αυτά τα πράγματα ; Τα λες και στους άλλους και σε περιγελάνε.
Τι ήτανε να μου το πεί… γκρεμίστηκε ένας ολόκληρος κόσμος μπροστά μου. Έκατσα όλο το βράδυ, να μην κοιμάμαι και να σκέφτομαι. Η λογική έλεγε πως ο φίλος  είχε δίκιο. Η καρδιά μου όμως, που αν και ζούσα στην Αθήνα, χτυπούσε στην Μικρόπολη, έλεγε, δεν είναι δυνατόν… φυσικά και υπάρχουν καλικάντζαροι.
Έτσι, κράτησα  κι εγώ για τον εαυτό μου, την μαγεία όλων αυτών  που τα κρύα βράδια του χειμώνα άκουγα δίπλα στην σόμπα και τα φύλαξα καλά μες ΄την καρδιά  μου.
Τώρα που δεν ντρέπομαι να ιστορώ όλες αυτές τις ιστορίες, είπα  να τις μοιραστώ μαζί σας.
Ήταν πολλά αυτά  που άκουσα, μα με το πέρασμα του χρόνου και της λήθης, αυτά μόνο κατάφερα να συναντήσω στα μονοπάτια της μνήμης που διάβηκα τις μέρες τούτες.
Καλού κακού πάντως, ανήμερα των Φώτων, θα την ρίξω την στάχτη γύρω από το σπίτι και πού ξέρετε; μπορεί να ακούσω και τις φωνές των καλικαντζάρων, που θα λένε καθώς θα φεύγουνε:
Φεύγετε να φεύγουμε, έρχεται ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του.
Μας άγιασε, μας έβρεξε και μας εκατέκαψε …


Άντε και του χρόνου χωριανοί, νάμαστε όλοι καλά, να θυμηθούμε και άλλες ιστορίες!

Κούλα Καρνετσή

9 σχόλια:

  1. Dimpap1953@yahoo.gr
    Κάνεις πολύ καλά και μας υπενθυμίζεις σημαντικά πράγματα, και αναβιώνεις στην μνήμη μας τα παλιά έθιμα!!!. Μπράβο σου!!!!
    Αν πιστέψουμε ότι δεν υπάρχουν οι Καλικάντζαροι, δεν υπάρχει ο Αϊ Βασίλης!!! και τόσα άλλα, τότε έχουμε σβήσει ως λαός και τα παιδιά των παιδιών μας δεν θα γνωρίζουν τις ρίζες τους. Ευτυχώς που έχουμε κι αυτά, (γιατί τα άλλα μας τα πήρανε) ριζωμένα βαθειά μέσα μας, ειδάλλως κι εγώ δεν ξέρω ποιοί θα είμασταν.
    Ευχαριστώ για την φιλοξενία.
    Με εκτίμηση
    Δημ.Κων.Παπαδόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ Δημήτρη για τα καλά σου λόγια. Είμαι σίγουρη ότι και εσύ πολλές ιστορίες θα άκουσες στο σπίτι του παππού σου του μπάρμπα Δημητρό, με τόσο κόσμο που μάζευε καθημερινά.
    Ίσως κάποια μέρα μας διηγηθείς καμιά από αυτές. Χαίρομαι που διατηρείς και μεταδίδεις στην οικογένειά σου πολλά από τα έθιμα του χωριού. Μακάρι να ακολουθούσαν το παράδειγμά σου και άλλοι χωριανοί.
    Και πάλι ευχαριστώ.
    Κούλα Καρνετσή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κούλα, τι να πω, το κείμενό σου ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα!! Πολύ το χάρηκα που και το δικό μου χωριό έχει τις δικές του ιστορίες για τους καλικάντζαρους - που προσωπικά πολύ τους εκτιμώ ως πλάσματα της λαογραφίας μας!!! Πραγματικά το απόλαυσα με την ψυχή μου!! Μακάρι και άλλοι συγχωριανοί μας να αρχίσουν να καταθέτουν τις ιστορίες τους ή ότι άλλο θυμούνται από τη ζωή στο χωριό.
    Με αγάπη, Β.Δ.Β
    Υ.Γ. Ααα, ήθελα να πω και μια εκδοχή που μου αρέσει, ότι οι καλικάντζαροι , πάνω που κοντεύουν να ρίξουν το δέντρο, μυρίζουν τα γλυκά που κάνουν οι νοικοκυρές για τα Χριστούγεννα κι έτσι παρατάνε το πριόνισμα κι ανεβαίνουν στη γη και ξαναδυναμώνει το δέντρο...Το σκέφτομαι κάθε χρόνο που ψήνω μελομακάρονα και κανταίφια και μου νοστιμίζουν λίγο παραπάνω από τα έτοιμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υ.Γ. Υστερόγραφο νούμερο 2: ξέχασα να πω για τη θεία μου την Άννα, που ήταν η πρώτη που είχα δει να παίρνει στάχτη από τη σόμπα και να τη ρίχνει γύρω από το σπίτι, ανήμερα των Φώτων, για να φύγουν οι καλικάντζαροι, και το θυμάμαι σαν σήμερα. Έριχνε και αλάτι στη σόμπα για να "σκάσουν οι εχθροί" όπως σκάει το αλάτι στη φωτιά , αλλά δεν έιμαι σίγουρη πότε το έκανε αυτό, ίσως την πρωτοχρονιά;;
    Νά ΄ναι καλά θειές και θειοί, όπου κι αν βρίσκονται, μόνο καλά έχω να θυμάμαι από όλους.
    Πολλά φιλία, Β.Δ.Β

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Όπως βλέπεις Βαρβαρούλα μου, το χωριό μας έχει πολλούς θρύλους και πολλές ιστορίες της προφορικής μας παράδοσης. Αρκεί να σκαλίσουμε λόγο την μνήμη μας και τις μνήμες των μανάδων και των γιαγιάδων μας και βγάζουμε θυσαυρούς.
    Όσο για το αλάτι, την πρωτοχρωνιά το ρίχναμε στην φωτιά, όταν κάναμε ποδαρικό στα συγγενικά μας σπίτια.
    Είχα ετοιμάσει να γράψω για τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς αλλά με προσπέρασαν οι μέρες και δεν πρόλαβα.
    Του χρόνου αν είμαστε καλά, θα τα θυμηθούμε αντάμα.
    Άντε και του χρόνου που λένε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μου θύμησες την γιαγιά Μαρία βογιατζίδενα...αυτή μας έλεγε για τους καληκάντχαρους

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ναι Μαρία...όντως η θεία Μαρία η Βογιατζίδαινα, μας έλεγε πολλές ιστορίες, για καλικάντζαρους, για νεράιδες που χόρευαν στην μπάρα, για φαντάσματα στο ρέμα του Κετάνη...ένα σωρό...αλλά ποιός τα θυμάται!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ναί ...Είναι αλήθεια...Υπάρχουν καλικάντζαροι στην Μικρόπολη και μάλιστα όχι μόνο αυτοί που φεύγουν με τον αγιασμό τα φώτα αλλά και οι άλλοι...Αυτοί που ζούν κρυμμένοι όλον τον χρόνο στο ρέμα πίσω από την εκκλησία της επάνω συνοικίας..αυτοί που ήρθαν τότε με τους Ορτακινούς..Οι Ταμπαπατζήδες...Έτσι έλεγε τουλάχιστον ο παππούς μου ο Στέργιος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αντωνία..... ήσουν μια ευχάριστη έκπληξη!!!Χρόνια τώρα ψάχνω να μου πεί κάποιος για τους ταμ μπαμπατζήδες και δεν βρίσκω. Θυμάμαι λίγα πράγματα αλλά πολύ ζωντανά, για τους ταμμπαμπατζήδες που κατέβαιναν το ρέμα του Κετάνη και χτυπούσαν ντενεκέδες. Θα ήθελα πολύ να επικοινωνήσουμε και να μου πεις ότι θυμάσαι, γιατί χρόνια τώρα θέλω να γράψω γι΄αυτούς.Θα χαρώ πολύ να τα πούμε!

      Διαγραφή