Έφτασε η Κυριακή της Αποκριάς.
Και μεις δεν έχουμε τίποτα πια να περιμένουμε σαν άλλοτε… "
Επαναλαμβάνω με θλίψη μέσα μου τα λόγια της Κούλας... Καθαρή Δευτέρα κι ο καιρός μελαγχολικός όσο οι λέξεις... Οι εκτός Μικρόπολης συγγενείς σκορπισμένοι...Οι εντός μετρημένοι...Μόνη παραφωνία, η κατά τα άλλα ομολογουμένως καλλίφωνη θεία Τούλα, που με τηλέφωνα ανά δύο λεπτά μας ενημερώνει και για άλλη εκδοχή: “ Ο σύλλογος είπε δεν θα πάμε στον Αη Γιώργη, μήπως βρέξει.. Θα πάμε στην πλατεία... Ο καιρός άνοιξε, θα πάμε στον Αη Γιώργη... Όχι, φυσάει πολύ δεν θα πάμε...Μάλλον θα μαζευτούμε στην αίθουσα της εκκλησίας...” Και βέβαια, όλα αυτά φέτος,την μοναδική φορά που έτυχε να είμαι εγώ εδώ, γιατί όλες τις άλλες χρονιές με έκαναν να σκάω από τη ζήλια μου για το πόσο ωραία πέρασαν
Με τέτοια διάθεση ξεκινάμε από τη Δράμα για το χωριό. Η κίνηση στο δρόμο ελάχιστη, το ίδιο και στον ουρανό: τ' αυτοκίνητα λιγοστά, οι χαρταετοί άφαντοι... Αλλά εμείς - κατά βάθος αισιόδοξοι από καταβολής - φορτώνουμε καλού κακού έναν ασπρόμαυρο στο πόρτ μπαγκάζ μας
Φτάνοντας στο χωριό, κατευθυνόμαστε πρώτα στα μνήματα. Παλιά, απλώς παίρναμε τα σπίτια των συγγενών με τη σειρά από Πέστερα προς Γκραντά, με ενδιάμεσες στάσεις Μπουρναλούκι, Καρσί ,και ξέραμε ότι η μέρα δεν θα φτάσει για να τους δούμε όλους... Πάλι κάποιον θα αφήναμε παραπονεμένο... Κι αυτοί τώρα, δες πώς τα κατάφεραν, μαζεύτηκαν όλοι σε μια γειτονιά...Για να τους βρίσκουμε εύκολα... Και μας χαμογελούν, στην καλύτερή τους φωτογραφία, γενναιόδωρα όπως πάντα, πίσω από τζάμια θολά, ραγισμένα, υγρά...
Εκ πρώτης όψεως η εκκλησία μοιάζει κλειστή, ο αυλόγυρος έρημος, αλλά η ανοιχτή αυλόπορτα και η καμινάδα της αίθουσας που καπνίζει, μαρτυρούν ότι δεν είμαστε μόνοι. Προχωράμε προς την αίθουσα και μόνο τότε αρχίζουμε να ακούμε από μέσα ομιλίες, γέλια, φωνές... Συμπεραίνουμε ότι τελικά εφαρμόστηκε το “σχέδιο Β'” του Συλλόγου και τα Κούλουμα θα γιορταστούν στην αίθουσα της εκκλησίας. Η βροχή έχει σταματήσει, αλλά η συννεφιά έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια παγωμένη λιακάδα και έναν ανελέητο αέρα...
Αποφασίζουμε, να μην μπούμε μέσα, πριν χαιρετήσουμε πρώτα έναν έναν τους απ' έξω. Αυτούς που δεν θα κάτσουν στο τραπέζι μαζί μας, δεν θα κόψουν απ' τη ζεστή λαγάνα, δεν θα γευτούν απ' τα νηστίσιμα της Σαρακοστής... Παίρνουμε τα κεριά μας από το παγκάρι, μετράμε, οι έξω πιο πολλοί από τους μέσα... Κι όπως άλλοτε, παίρνουμε ένα ένα τα “σπίτια”: θεία Ζωίτσα, θείος Αλέκος, Χρήστος, παππούς Γιάννης και γιαγιά Μαρίτσου, θείος Βασίλης, παππούς Νικόλας και γιαγιά Βαρβάρα, θείος Γιώργος, θείος Αντώνης, Βαρβαρούλα... Με αφοσίωση, κόντρα στον αέρα και την υγρασία, ανάβουμε τα κεριά μας πλάι σε αυτά που άφησαν οι προηγούμενοι, μικρά φωτεινά σημάδια μνήμης το ένα δίπλα στο άλλο· κανένα “σπίτι”να μην μείνει μέρα γιορτής χωρίς φως...
Ανάβουμε και το τελευταίο κεράκι, παίρνουμε το μονοπάτι αντίστροφα, περνάμε προσεχτικά ανάμεσα από τα μικρά περιφραγμένα αναχώματα, ανάμεσα από πλάκες, σταυρούς, λουλούδια, ανηφορίζουμε προς την αίθουσα. Και τότε, μαζί με τον αέρα, ακούω τον νταχαρέ και την γκάιντα, να κατεβαίνουν ρυθμικά, να περνάνε ανάμεσα από μάρμαρα, πλάκες, σταυρούς, λουλούδια, γυναικείες ζεστές φωνές να γλιστρούν ανάμεσα στα παγωμένα μάρμαρα και να χαϊδεύουν τα χαραγμένα ονόματα με τις ημερομηνίες. Κι όλα μαζί, με θράσος, να εισχωρούν από ραγίσματα και χαραγματιές, σαν άλλος Αχέροντας να ρέουν μέσα στο χώμα κουβαλώντας τους άχους των ζωντανών στον κόσμο των πεθαμένων...
Η αίθουσα είναι γεμάτη. Από την κουζίνα πηγαινοέρχονται πιάτα και ποτήρια, όχι με καφέ και παξιμάδια, αλλά με κρασί και σαρακοστιανά. Στο κέντρο, στο άνοιγμα ανάμεσα στα τραπέζια, έχει σχηματιστεί ένας μικρός πανάρχαιος κύκλος για την ορχήστρα, την χορωδία και το χορό. κάθε φορά που κάποιος μπαινοβγαίνει, η πόρτα της αίθουσας ανοιγοκλείνει βιαστικά, για να κρατήσει έξω το κρύο, και τότε στίχοι και μελωδίες δραπετεύουν και πάλι... Κάθομαι σε μια γωνιά της κουζίνας, κοιτώ αυτό το παράξενο μνημόσυνο, κλαίω και γελάω μαζί.
Κλείνω τα μάτια μου, αφουγκράζομαι, ακούω τον αέρα που κατεβαίνει από το βουνό, περνάει από τα πλατάνια, κατρακυλάει στο ρέμα, ανεβαίνει στα κυπαρίσσια... Σαν κάτι να μουρμουρίζει, σαν κάτι να ψιθυρίζει, λόγια που θέλαμε και δεν προλάβαμε να πούμε...σ' αυτούς που φύγανε· κι έμειναν τα λόγια να μας καίν' τον ουρανίσκο...
Το χειροκρότημα του κόσμου στο τέλος ενός ακόμη τραγουδιού με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Εδώ, που όλοι μας κάποιον δικό μας θρηνήσαμε, που κάποιον αγαπημένο αποχαιρετήσαμε, σήμερα ενώνουμε τα χέρια και τις φωνές μας, όχι σε θρήνο θανάτου, αλλά σε ύμνο ζωής, σκέφτομαι, και καταπίνοντας άλλο ένα σαρμαδάκι από την κατσαρόλα της θείας Τούλας, νιώθω ήδη καλύτερα
Με αγάπη,Β.Δ.Β
Υ.Γ. Στην ελληνική παράδοση, η αγωνία των νεκρών να επικοινωνήσουν με τον πάνω κόσμο, με τα αγαπημένα πρόσωπα, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των τραγουδιών του κάτω κόσμου
Δώδεκα χρόνους δούλευα του Χάρου δίχως ρόγα,
μηδέ ρόγα του γύρεψα, μηδέ τη δούλεψη του·
μια χάρη του εζήτησα να μπω στο περιβόλι
να ιδώ τους νιους πώς τραγουδούν, τις νιες το πώς χορεύουν ,
να ιδώ και τα μικρά παιδιά πώς παίζουν, πώς γελούνε.
Πολύ καλό και συναισθηματικά φορτισμένο το οδοιπορικό της Καθαράς Δευτέρας. αν ετσι σε κάθε γιορτή και πανηγύρι αποφασίζαμε όλοι όσοι έχουμε τη καλή διάθεση όπως η Κούλα και η Βαρβάρα να γράφουμε τις αναμνήσεις μας, τώρα πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει ένα πολύ ωραίο αλμανάκ για την αγαπημένη μας Μικρόπολη, που γενηθήκαμε και μεγαλώσαμε.Συγχαρητήρια .Νίκος Σμολοκτός Δημοτικός Σύμβουλος Προσοτσάνης - Πρόεδρος Πολυτέκνων Νομού Δράμας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας εύχομαι ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω από αυτά που διάβασα. Διαβάζω το κείμενο, το ξαναδιαβάζω και ο κόμπος στο στομάχι αντί να λυθεί σφίγγει περισσότερο και ανεβαίνει στο λαιμό να με πνίξει. Τα μάτια θολά, δεν αφήνουν να δω καθαρά αυτά που γράφω. Είναι τόσο δυνατά τα συναισθήματα που ριγώ ολόκληρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ δεν μπορούσα να σκεφτώ μια τέτοια Καθαρή Δευτέρα. Τα κατάφερες Βαρβαρούλα μου και μας έδωσες γροθιά στο στομάχι.
Πάντα η Καθαρή Δευτέρα σήμαινε αητό στον Αη Γιώργη με όλους τους συγγενείς, φίλους, γείτονες και χωριανούς. Οι απόντες περνούσαν πάντα ξώφαλτσα από της μνήμης τα μονοπάτια.
Και να ρχόταν στον νού, τους διώχναμε πως και πως, μη μας χαλάσουν την μέρα.
Δεν ήμουν φέτος εκεί. Δεν πήγα στο χωριό λόγω της κακοκαιρίας, γιατί πίστευα ότι δεν θα γιόρταζε κανείς. Πού να φανταστώ ότι η κακοκαιρία, θα έφερνε κοντά ζωντανούς και πεθαμένους και θα γιορτάζανε όλοι μαζί.
Ο μπαμπάς μου πάντως, σίγουρα θα συμμετείχε, αφού το ούτι το είχε μαζί του στην φωτογραφία και είμαι σίγουρη ότι θα έπαιζε, όταν όμως η γκάιντα σταματούσε.
Γιατί γκάιντα με ούτι δεν έχω ξανακούσει να παίζουν μαζί.
Νάσαι καλά Βαρβαρούλα μου, για τα τόσο δυνατά συναισθήματα που μ΄έκανες να νοιώσω.
Το κείμενό σου, καταπληκτικό!!!
Κούλα Καρνετσή
Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας.. Το κείμενο το είχα γράψει με την φόρτιση των συναισθημάτων εκείνης της ημέρας, αλλά δεν το έστελνα στον Γιάννη για δημοσίευση γιατί θεωρούσα ότι είναι πολύ προσωπικό... Από την άλλη,όμως ένιωθα και την ανάγκη να το μοιραστώ.. Το γεγονός ότι μια τόσο προσωπική κατάθεση βρήκε τη συναισθηματική σας ανταπόκριση, με κάνει να αισθάνομαι ότι άξιζε να την εκθέσω.. Ευχαριστώ, Βαρβάρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ. Κούλα, είμαι σίγουρη ότι η γκάιντα και ο νταχαρές κάναν χώρο και για το ούτι του μπαμπά σου εκείνη την ημέρα...
Καλή μου Βαρβαρούλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι κείμενο είναι αυτό; Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω. Δεν μπορώ να βάλω σε τάξη τα συναισθήματά μου. Με όλα τα προηγούμενα γραπτά ένοιωθα μια γλυκιά νοσταλγία για όλα αυτά τα ωραία που ζήσαμε σαν παιδιά και σαν έφηβοι. Αυτό όμως ήταν μαγματικά μια γροθιά στο στομάχι. Έχω πλαντάξει στο κλάμα.
Η καθαρά Δευτέρα είναι στη μνήμη μου συνυφασμένη με νηστίσιμα και χαρταετό. Αυτόν που έφτιαχνε ο Γιάννης μας με κόλλα γλασσέ και ζυμάρι και τον πετούσε με τους φίλους του στο αλωνάκι στα πευκάκια. Πήγαινα πάντα μαζί του( αν και ήταν δραστηριότητα των αγοριών) γιατί μου άρεσε πολύ να παρακολουθώ την προσπάθειά τους να τους πετάξουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Δεν είχαμε κούλουμα τότε. Καθιερώθηκαν αργότερα, όταν είχαμε φύγει εμείς. Έτυχε να βρεθώ κανά δυο φορές τα τελευταία χρόνια και μου έδωσε μεγάλη χαρά που τα παιδιά του συλλόγου κάνουν τόσο φιλότιμες προσπάθειες να κρατήσουν ζωντανό το χωριό.
ΟΙ σκηνές που περιγράφεις για τη φετινή καθαρά Δευτέρα είναι συγκλονιστικές.
Και γω θα προσθέσω για την ιστορία:¨ Κούλουμα 2010 στη γειτονιά των αγγέλων¨. Παρέα, με όλους τους αγαπημένους μας που έφυγαν από τη ζωή.
Ποιος ξέρει; Μπορεί και να μην ήταν τόσο τυχαίο που έγιναν έτσι φέτος τα πράγματα. Μπορεί οι δικοί μας άνθρωποι να ήθελαν να γιορτάσουν μαζί μας.
Κάθε φορά που ανεβαίνω στο χωριό είναι ψυχική ανάγκη μια επίσκεψη σ΄ αυτή τη γειτονιά. Προσφέρεται για περισυλλογή και επανακαθορισμό των αξιών και των προτεραιοτήτων στη ζωή μας.
Κάθε παλιά φωτογραφία, μια γλυκιά ανάμνηση. Όλοι τους πρόσωπα αγαπημένα και ο καθένας μια ξεχωριστή ιστορία. Ο καθένας με μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας.
Σαν να το βαρύναμε πολύ όμως ε;
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, σημασία έχει πως η Μικρόπολη στέκεται όρθια και το παλεύει, με κρύο και βροχή, με χιόνι και αγιάζι.
Νάσαι καλά Βαρβάρα μου, να μας γράφεις κι’ άλλα, κι ας μας φορτίζουν. Νομίζω πως μας λυτρώνουν κιόλα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ και πολλή αγάπη.
Φιλάκια… Θ.Κ
Φανατική Μικρόπολης.
θοδωρίτσα μου γλυκιά
ΑπάντησηΔιαγραφήκαταπληκτικό το σχόλιό σου.
Είναι καιρός νομίζω να γράφεις με το όνομά σου όσο φανατική της Μικρόπολης και άν είσαι.
Νομίζω ότι ο κάθε Μικροπολιώτης έχει το δικαίωμα να ξέρει ποιός γράφει τόσο όμορφα πράγματα.
Φιλάκια
Κούλα