Οι γιορτές πέρασαν. Φύγανε τα Χριστούγεννα η Πρωτοχρονιά τα Φώτα, του ΑηΓιαννιού του αγίου Αντωνίου, του αγίου Αθανασίου και άλλες.
Πολλά τα δρώμενα του τριημέρου των Φώτων, σε πολλά χωριά της περιοχής της Δράμας. Η Καλή Βρύση, το Μοναστηράκι, ο Βώλακας, είναι μερικά από αυτά που κάθε χρόνο πρωταγωνιστούν με έθιμα που άντεξαν στον χρόνο και διατηρούνται αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.
Η Μικρόπολη δυστυχώς απούσα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Μικρόπολη δεν είχε δική της παράδοση, δικά της έθιμα, δικό της πολιτισμό. Δεν είναι έτσι. Η ιστορία τους διαψεύδει. Η Μικρόπολη και έθιμα δικά της είχε και παραδόσεις είχε και πολιτισμό παρήγαγε. Μόνο που πολλά από αυτά χάθηκαν στο δρόμο της ξενιτιάς.
Έφταιξε η φτώχεια, η ανέχεια, η ταλαιπωρία από τα καπνά που δεν πουλιόταν, που οδήγησε τους νέους του χωριού, παντρεμένους και ελεύθερους στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Χάθηκαν πολλά έθιμα, στον δρόμο για την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη.
Χάθηκαν στον δρόμο για την Γερμανία, την Σουηδία, το Βέλγιο. Έφυγαν οι περισσότεροι, κουβαλώντας μαζί τους τα έθιμα και τις παραδόσεις τους και τα έθαψαν στις φάμπρικες της Γερμανίας της Σουηδίας και στις στοές του Βελγίου. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις από όλα όσα μέχρι τότε είχαν βιώσει.
Χάθηκαν πολλά, τότε ,που στο χωριό μείναμε μόνο γέροι και παιδιά, μόνο παππούδες, γιαγιάδες και εγγόνια μικρά.
Ποιος θα τα συνέχιζε;
Το καρναβάλι του ΑηΓιαννιού και η γιορτή της μπάμπως (το μπάμπιντεν) ήταν δύο από αυτά.
Ανήμερα του ΑηΓιαννιού, στήνονταν στην Μικρόπολη το μεγάλο καρναβάλι. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Μόλις τέλειωνε η θεία λειτουργία, έξω από την εκκλησία συγκεντρώνονταν το μπουλούκι με τους καρναβαλιστές. Ξεκινούσαν από εκεί, με χορούς και με τραγούδια και έφερναν γύρα όλο το χωριό.
Χτυπούσαν την πόρτα σε κάθε σπίτι που είχε Γιάννη και γιόρταζε. Και ήταν πολλοί οι Γιάννηδες στην Μικρόπολη. Έδιναν τις ευχές τους στους εορτάζοντες, έλεγαν αστεία, πείραζαν τους νοικοκύρηδες.. Οι νοικοκυρές τους κερνούσαν και τους έδιναν χρήματα. Όταν τελείωναν με τις ευχές στους Γιάννηδες, επέστρεφαν στην εκκλησία και παρέδιναν τα χρήματα που συγκέντρωναν στον παπά. Στον παπά Κώτσο παλιότερα, στον παπά Μιχάλη αργότερα, ανάλογα με το ποιά χρονιά ήταν.
Χορεύοντας κατέληγαν στο σχολείο το επάνω, όπου τους περίμενε όλο το χωριό για να ξεκινήσει ένα γλέντι χωρίς τελειωμό.
Άντρες ήταν, μεταμφιεσμένοι, όλα τα καρναβάλια. Καμία γυναίκα δεν ντύνονταν. Οι γυναίκες ήταν απλώς θεατές και διασκέδαζαν με τις μεταμφιέσεις και τα αστεία των ανδρών τους, των πατεράδων τους, των αδελφών και των γιών τους.
Οι παλαιότεροι θυμούνται.
Θυμούνται την καμήλα που πρωτοστατούσε στα δρώμενα.
Το κεφάλι ήταν ο σκελετός ενός ψόφιου αλόγου, στερεωμένο σε ένα ξύλο μακρύ, που το καβαλίκευε ένας άνδρας ψηλός και μεγαλόσωμος, όπως ο Γιώργος ο Παπαθανασίου ( του Ζαχαρία), ο οποίος έβαζε μια μεγάλη καμπούρα, σκεπάζονταν ολόκληρος με ένα κόκκινο κιλίμι και έτρεχε πάνω κάτω στην αυλή του σχολείου, ανάμεσα στο πλήθος, σαν καμήλα με κεφάλι αλόγου.
Ποιανού ιδέα ήταν άραγε να μαζέψει αυτόν τον σκελετό του αλόγου που πιθανόν να έφαγε κάποιος λύκος, δεν ξέρω. Ήταν πάντως φοβερό σαν ιδέα.!
Άλλες φορές πάλι χρησιμοποιούσαν το ίδιο κεφάλι, μα η καμήλα ήταν μεγαλύτερη. Με σώμα μακρύ και καμπούρα που το σκέπαζαν πάλι με κόκκινο κιλίμι. Μόνο που κάτω από αυτό ήταν δύο ή τέσσερις άνδρες μεγαλόσωμοι και δυνατοί για να αντέχουν το βάρος, γιατί αυτή η καμήλα είχε και αναβάτες. Ανέβαινε ο κόσμος, έκανε βόλτες και έβγαινε φωτογραφίες.
Είχε και καμηλιέρη η καμήλα, που την καθοδηγούσε με συνθήματα, πότε να χαμηλώσει για να ανέβει ο επιβάτης, πότε να σηκωθεί, πότε να περπατήσει και πότε να σταθεί ακίνητη.
Πρωτοστατούσε ο Νάσος ο Μήλιος. Ποιος δεν τον θυμάται; Πρώτος καμηλιέρης, με το πρόσωπο βαμμένο μαύρο (με φούμο τόβαφε , από την σόμπα), με ψαθάκι μεγάλο και ξεφτισμένο, στο κεφάλι και ρούχα τριμμένα, τραβούσε με ένα σκοινί την καμήλα. Μεγάλος χωρατατζής ο Νάσος. Μαζί με τον Νίκο τον Γρηγοριάδη, (του Ηρακλή), αχτύπητο δίδυμο, Οι πλάκες τα αστεία και τα πειράγματά τους δεν είχαν τελειωμό.
Πίσω από την καμήλα, ο Στέργιος ο Παπαδόπουλος (του μπαρμπα Δημητρό), μάζευε τα χρήματα. Κανείς δεν ανέβαινε στην καμήλα αν δεν πλήρωνε. Είχε και έναν τενεκέ ο Στέργιος, με στάχτη γεμάτο, που την πετούσε σε όσους ακολουθούσαν για να φύγουν οι καλικάντζαροι.
Οι γριές με τις μεγάλες καμπούρες και τα τσεμπέρια κατεβασμένα χαμηλά στο πρόσωπο, μέχρι τα μάτια, για να μην γνωρίζονται, αλώνιζαν μέσα στο πλήθος με τα μπαστούνια τους και πείραζαν μικρούς και μεγάλους. Χαρακτηριστικός σ΄αυτόν τον ρόλο, ο Νάκος ο Δημητράκης, που δεν άφηνε άνθρωπο σε ησυχία.
Την πρωτοκαθεδρία όμως την είχαν οι τσολιάδες με τα άλογα.
Νέοι, ωραίοι και λεβέντες, όπως ο Μπάνιος ο Θόδωρος και ο Θανάσης ο Καρατζιώτης, καμάρωναν με τις φουστανέλες και τα φέσια πάνω στα άλογα και φύλαγαν την νύφη. Γιατί είχε και νύφη το όλο πανηγύρι, που μέσα στον χορό και στον γενικό χαμό που επικρατούσε, την έκλεβαν τα καρναβάλια και την έκρυβαν στα δένδρα πίσω από το σχολείο κοντά στον ΑηΒλάση. Έτρεχαν τότε καμαρωτοί και αλαφιασμένοι, με τα άλογα οι τσολιάδες, έβρισκαν την νύφη, την ανέβαζαν σε ένα από τα άλογα, (του γαμπρού φυσικά) και την έφερναν πίσω. Στήνονταν τότε, μπροστά στα σκαλάκια του σχολείου, ανάμεσα από τις μηλίτσες (πυράκανθους τα λένε, μα εμείς μηλίτσες τα ξέραμε ) και εκεί γινόταν ο γάμος.
Αννούλα την έλεγαν, την τελευταία νύφη που θυμάμαι. Θυμάμαι επίσης και το τραγούδι που τραγουδούσε το πλήθος, όταν έγινε η αρπαγή.
-΄΄Τρία παιδιά… τρία παιδιά Βολιώτικα, μας κλέψαν την Αννούλα,
Αννούλα μας γλυκιά…. ΄΄
και όταν οι τσολιάδες, την έφερναν πίσω, συνέχιζαν το τραγούδι…
-΄΄Πες μας Αννιώ ποιόν αγαπάς και ποιόν θα πάρεις γι΄άντρα, Αννούλα μας γλυκιά…
-Εγώ τον Γιώργο αγαπώ και αυτόν θα πάρω γι΄άντρα…΄΄
Ακολουθούσαν τα στεφανώματα. Κανονικά, με παπά και με κουμπάρο. Με όλο το κουμπαριό και όλο το συμπεθεριό.
Το γλέντι δεν είχε τελειωμό. Χοροί, τραγούδια, γέλια, γκάιντες, νταχαρέδες, πειράγματα και χαρά, πολύ χαρά στους συγκεντρωμένους.
Το πιο τρομαχτικό από όλα που μου έχει μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη μου, ήταν η πλάτη του Μήτσου του Γρηγοριάδη,(άλλο πειραχτήρι και αυτός) που νεαρός και ωραίος, έτρεχε μέσα στο πλήθος και από όπου περνούσε, παραμέριζαν όλοι, του άνοιγαν δρόμο να περάσει και έβγαζαν κραυγές τρόμου, γιατί η πλάτη του Μήτσου, έβγαζε φλόγες δυνατές και καπνούς και όπως έτρεχε, οι φλόγες δυνάμωναν. Τρέχαμε και εμείς, παιδάκια τότε, ξοπίσω του με τον φόβο και τον τρόμο στα μάτια, γιατί νομίζαμε ότι ο θείος Μήτσος θα καεί. Έτρεχε και ο Σκαρλάτης μαζί μας παιδί και αυτός στην ψυχή και προσπαθούσε να μας φτάσει. Μα ο θείος Μήτσος ήταν σώος. Ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του δεν καιγόταν. Πως το κατάφερνε όλο αυτό ούτε τώρα που μεγάλωσα και μεγάλωσα πολύ, δεν μπόρεσα να το εξηγήσω. Μα ούτε και ο ίδιος φανέρωσε το μυστικό του. Πολλές φορές τον ρώτησα, ποτέ δεν μου απάντησε.
Μια άλλη χρονιά, θυμούνται οι παλιότεροι, είχαν οργανώσει γύφτικο καραβάνι.
Ένα κάρο με ψάθα για σκεπή, μια ξυλόσομπα μέσα που έκαιγε και κάπνιζε πάνω από την ψάθα, άχυρα για στρώμα στο πάτωμα. Γύφτος καμαρωτός επάνω στο κάρο (μαύρος ήτανε δεν χρειαζόταν να βαφεί και πολύ) ο Νίκος ο Γρηγοριάδης. Μια κούκλα η γύφτισσα δίπλα του, με καταπράσινα μάτια και κόκκινα μάγουλα και με πολύχρωμο μαντήλι δεμένο φιόγκο στο κεφάλι, ο Στράτος ο Γιάνναλης. Πιο πέρα έξω από το κάρο ο Νάσος πάλι ο Μήλιος. Δεν ήταν καμηλιέρης αυτή την φορά. Βαμμένος πάλι με φούμο, γύφτος ήτανε, με νταχαρέ και με μαϊμού που χόρευε. Μόνο που αντί για μαϊμού είχε μια σκυλίτσα παιχνιδιάρα.. Έπαιζε τον νταχαρέ ο γύφτος χόρευε η σκυλίτσα, χόρευαν και οι τσιγγάνες από γύρω και τα γέλια δεν είχαν τελειωμό.
Μ΄αυτό το κάρο, εκείνη την χρονιά, όπως ήταν το μπουλούκι, είχε πάρει μέρος την άλλη μέρα στον γάμο της Καλή Βρύσης με τα μπαμπούγερα.
΄Ήταν πολλά τα άτομα που έπαιρναν μέρος σ΄αυτό το καρναβάλι. Ας με συγχωρήσουν όσων τα ονόματα δεν αναφέρονται. Ήμουν πολύ μικρή τότε και η μνήμη μου δεν με βοηθά για να τους θυμηθώ όλους.
Την άλλη μέρα, μετά του ΑηΓιαννιού, ήταν η γιορτή της μπάμπως, το μπάμπιντεν. Την ημέρα αυτή γιόρταζε η μπάμπω και μαζί με αυτή γιόρταζαν οι γυναίκες.
Μπάμπω, ήταν η γριά μαμή του χωριού, αυτή που είχε φέρει στο φως της ζωής, τους περισσότερους κατοίκους του χωριού. Τους πατεράδες, τις μανάδες, τους γιούς και τις θυγατέρες, εγγόνια και δισέγγονα. Αυτήν τιμούσαν οι γυναίκες την ημέρα αυτή. Όλες οι γυναίκες, παρέες παρέες, με ένα πορτοκάλι και ένα σαπούνι, απαραίτητα στο χέρι μα και με άλλα δώρα, επισκέπτονταν την μπάμπω που τις βοήθησε να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους και της εύχονταν υγεία και χρόνια πολλά.
Νάναι γερή της εύχονταν, για να μπορεί να φέρει άλλα τόσα παιδιά στον κόσμο.
Άλλες επισκέπτονταν την θεία Μαρία του Βογιατζή και άλλες την θεία Σταυρίτσα του Σκορδά , την Βογιατζήδαινα και την Σκορδάδαινα, έτσι τις φώναζαν τότε, ανάλογα με το ποια τις βοήθησε στις γέννες τους.
Η μπάμπω τις περίμενε στην πόρτα, με μια γυάλινη κανάτα γεμάτη νερό. Εκεί, στην πόρτα, τις έριχνε νερό με την κανάτα και έπλεναν οι γυναίκες τα χέρια τους με το σαπούνι που έφερναν και το άφηναν στην μαμή, γιατί το σαπούνι ήταν πολύτιμο και ήταν απαραίτητο για την καθαριότητα στις γέννες.
Νάναι εύκολες οι γέννες τους, σαν το νερό που τρέχει, εύχονταν η μαμή.
Τις κερνούσε μετά γλυκά και φαγητά που η ίδια είχε ετοιμάσει. Οι γυναίκες γελούσαν και κουτσομπόλευαν, θυμόντουσαν τις γέννες τους, πόσο εύκολες και πόσο δύσκολες ήταν, πως αντέδρασαν οι άνδρες τους, όταν είχαν αγόρι ή όταν είχαν κορίτσι, τι είπαν οι πεθερές τους και πόσο στην γέννα είχαν πονέσει. Μετά το στήναν στο τραγούδι και στον χορό, στην σάλα της μπάμπως. Μέχρι αργά το βράδυ τραγουδούσαν και χόρευαν μόνες, χωρίς τους άνδρες τους, γιατί αυτή η μέρα ήταν δική τους, όπως και οι πόνοι της κάθε γέννας ήταν αποκλειστικά δικοί τους.
Κούλα Καρνετσή kkarnetsi@yahoo.gr
Ευχαριστούμε τον Κύριο Κώστα και Θάλεια Παπαιωάνου για τις Φωτογραφίες.