Αύγουστε καλέ μου μήνα να σουν δυό φορές το χρόνο
Λέει η παροιμία, τόλεγε και η μάνα μου συχνά.
Αμ΄δε… σιγά μην τον θέλαμε και δεύτερη φορά.
Μας έφτανε και μας περίσσευε η μία.
Ο Αύγουστος για μας δεν λούζονταν μες την αστροφεγγιά και από τα γένια του δεν έσταζαν άστρα και γιασεμιά. Αμ΄δε… σιγά μην τον θέλαμε και δεύτερη φορά.
Μας έφτανε και μας περίσσευε η μία.
Ζιφίρι έσταζαν, πίκρα στα δάχτυλα και καπνόφυλλα, χιλιάδες, εκατομμύρια καταπράσινα καπνόφυλλα, που περίμεναν να περαστούν στις βελόνες.
Τι να πρωτοθυμηθώ από το μπούρλιασμα…
Πληγωμένες μα και χαρούμενες, βγαίνουν από το μπαούλο οι αναμνήσεις, κιτρινισμένες και σκονισμένες, σαν τα ασπροκέντια της γιαγιάς, που είχαν καιρό να αεριστούν।
<<Κά-λη-μέ-ρα σας παιδιά, Τρα-λα-λά, τρα-λα-λά
Σή-κω-θεί-τε με χαρά, τρα-λαλα-λαλά.
Η χρυσή Α-να-το-λή, στην δουλειά μας προ-σκα-λεί,
Τρα-λα-λά-λαλά-λαλά,-τρα-λα-λά, τρα-λα-λά…>>
Κάθε πρωί στις εννιά, από το ραδιόφωνο, ΄΄η θεία Λένα΄΄ η Αντιγόνη Μεταξά, καλούσε τα παιδιά όλης της Ελλάδας για τα ατελείωτα παραμύθια της.
Την ακούγαμε και μεις και συνεχίζαμε, γιατί είχαμε αρχίσει πολύ πιο νωρίς την δουλειά. Είμαι σίγουρη, ότι για μας, για τα παιδιά στα καπνοχώρια, το έλεγε η θεία Λένα, ότι η δουλειά μας προσκαλεί, γιατί αλλιώς, τι δουλειά είχαν να κάνουν πρωί πρωί τα παιδιά των πόλεων, που τα περισσότερα ήταν διακοπές;
Σηκωνόμασταν νωρίς από το κρεβάτι, γιατί πριν έρθουν οι μεγάλοι από το χωράφι, εμείς έπρεπε να συμμαζέψουμε το σπίτι και να ετοιμάσουμε το πρωινό, να το βρουν έτοιμο όταν θα ερχόταν ξενυχτισμένοι και κουρασμένοι από το σπάσιμο, να φάνε μια μπουκιά να ξαποστάσουν. Κάθε πρωί, μοσχοβολούσε το σπίτι μας τσάι του βουνού, με ελιές, τυρί, ζυμωτό ψωμί και χαλβά για επιδόρπιο.
Ταραχή μεγάλη, αν καμιά φορά μας έπαιρνε λίγο παραπάνω ο ύπνος και ακούγαμε τα πρώτα τρακτέρ ή κάρα να γυρίζουν από το χωράφι. Σαν τρελές τρέχαμε με την αδελφή μου να προλάβουμε και το πρώτο που κάναμε ήταν να βάλουμε το τσάι να βράσει, να προλάβει να ετοιμαστεί, για να μην καταλάβουν οι γονείς μας το μεγάλο μας αμάρτημα, να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω, παιδάκια πράγμα…
Όταν προλαβαίναμε και τάχαμε όλα έτοιμα, βγαίναμε στο δρόμο, όλα τα παιδιά μαζί και περιμέναμε το κομβόι του γυρισμού από κάρα, τρακτέρ, άλογα και γαϊδουράκια παραφορτωμένα με κοφίνια γεμάτα με κορφές. Καμιά φορά κατεβαίναμε μέχρι το πλατάνι του Παρασκευά και περιμέναμε τα κάρα να ανεβούμε, να απολαύσουμε λίγη ΄΄καβαλίκα΄΄ μέχρι το σπίτι.
Αγκαλιά, αγκαλιά, άδειαζε ο μπαμπάς τον καπνό απ΄τα κοφίνια και τον αράδιαζε σε δυό μεγάλες κουμούλες με τάξη, πάνω στο χαγιάτι. Στρώναμε τις κουρελούδες μας ο καθένας και τα μιντέρια του, δεξιά και αριστερά από τις κουμούλες, βάζαμε και τα ρούχα για το μπούρλιασμα και πιάναμε δουλειά. Και τι δουλειά Παναγία μου! Όσο το σκέφτομαι, τόσο με πιάνει μια αγωνία…
Χιλιάδες φύλλα καπνού, να περαστούν ένα ένα στην βελόνα, απ΄την βελόνα στον σπάγκο και από τον σπάγκο στα σαρίκια και απ΄τα σαρίκια να κρεμαστούν στις σκαλωσιές ή στα βαγόνια, να ξεραθούν στον ήλιο, να μαζευτούν τρία τρία σε σαντάλια, να κρεμαστούν με τα κουκούλια στο ταβάνι, να περιμένουν εκεί τον χειμώνα για να πασταλιαστούν.
Πως αντέχαμε αλήθεια…
Βάζαμε τις πλατειές βελόνες με την κοφτερή μύτη κάτω από την μασχάλη και τι βελόνες… κοντά μισό μέτρο η μία και παραβγαίναμε ποιος θα τις γεμίσει πρώτος.Διαλέγαμε τις πιο κοφτερές βελόνες, για να περνούν τα φύλλα εύκολα και να μην σπάζουν τα κοτσάνια και αγωνιζόμασταν να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον στο γέμισμα। Αγώνας να σου πετύχει!
Την πιο κοφτερή την είχε ο μπαμπάς. Μια παλιά λεπτή από την πολύ την χρήση πολυκαιρισμένη βελόνα, ήταν αποκλειστικά δικιά του. Πόσο γρήγορα γέμιζε εκείνη η βελόνα! Η δικιά μας ούτε στην μέση, του μπαμπά γεμάτη. Σαν σαΐτες τα χέρια του ανεβοκατέβαιναν, απ΄το γόνατο στην βελόνα, με το φύλλο στα δάχτυλα και από την βελόνα στο γόνατο, έτοιμα να ξαναπιάσουν το άλλο φύλλο. Καμιά φορά ξεχνιόμουν να κοιτάζω αυτά τα δυνατά χέρια με τα κοντά και χονδρά δάχτυλα, να κινούνται με τέτοια σβελτάδα και έλεγα πως και εγώ, όταν μεγαλώσω, τόσο γρήγορα θα μπουρλιάζω.
Τον χάζευα, που καθόταν απέναντί μου, με το ραδιόφωνο πάντα ανοιχτό, συντροφιά και διασκέδαση. Είχα μάθει όλες τις καθημερινές εκπομπές απ΄έξω. Παρακολουθούσαμε όλοι τα ραδιοφωνικά σίριαλ, συμμετείχαμε σ΄αυτά που διαδραματίζονταν στο ραδιόφωνο και συμπάσχαμε με τους πρωταγωνιστές.
Στις 10 και τέταρτο ΄΄Το σπίτι των ανέμων΄΄ με τον δικηγόρο Ορέστη Λαμπίρη, να είναι ερωτευμένος με την Τζοάνα και να προσπαθεί σαν αστυνομικός να λύσει τα μυστήρια. Η χαρακτηριστική, έντονη και διαπεραστική φωνή του Βύρωνα Πάλλη , η απαλή και τρυφερή της Αφροδίτης Γρηγοριάδου, ήταν τόσο οικείες, σαν να ήταν μέλη της οικογένειας.
Αγωνία, κάθε μέρα για την συνέχεια!
Από την μεγάλη αγωνία, πηγαίναμε στα πιο τρυφερά, στην΄΄ Μαρίνα΄΄ που ήταν ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα άλλα και στην ΄΄Λάουρα΄΄, μα η αναμονή, ήταν για τις 11 και μισή. Όλοι μικροί και μεγάλοι, καθηλωμένοι, παρακολουθούσαμε τον μεγάλο έρωτα του Στέφανου Ληναίου και της Έλλης Φωτίου, στην ΄΄Πικρή, Μικρή μου, Αγάπη΄΄. Ο Αλέξης και η Βάνα, τα πιο αγαπημένα ραδιοφωνικά πρόσωπα, μας παράσερναν με τον μεγάλο τους έρωτα.
Κλάμα… πολύ κλάμα έχω ρίξει με την φωνή της Έλλης Φωτίου, κάθε φορά που κάποιο πρόβλημα σκίαζε την αγάπη της για τον Αλέξη, τον Στέφανο Ληναίο.
Δεν ξέρω στα άλλα σπίτια, αλλά στο δικό μας, καθημερινά παρακολουθούσαμε και ΄΄τις Αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού΄΄. Ούτε κουβέντα δεν τολμούσαμε να πούμε την ώρα της μετάδοσης των αναζητήσεων, μόνο ακούγαμε για ονόματα ξένα και άγνωστα, που αναζητούσαν τους χαμένους συγγενείς.
Η βελόνα του μπαμπά, γέμιζε ακόμα πιο γρήγορα την ώρα αυτή. Το γιατί, το κατάλαβα όταν μεγάλωσα και ένοιωσα την αγωνία και την λαχτάρα, που είχε καλά κρυμμένη, για να ακούσει ένα μήνυμα από τον χαμένο του αδελφό που όμως ποτέ δεν άκουσε.
Την υπόλοιπη μέρα, ακούγαμε τραγούδια, πολλά τραγούδια. Η εκπομπή του Σίμωνα Καρρά, ΄΄Ελληνικοί Αντίλαλοι΄΄ ήταν σε πρώτη διάταξη μετά τα σίριαλ. Από αυτή την εκπομπή, αν και παιδάκι, μυήθηκα στη δημοτική μας μουσική, την οποία ακόμη λατρεύω. Εκεί άκουσα τον Χρόνη Αηδονίδη, την Νίτσα Τσίτρα, τον Κώστα Κουφογιάγκο, τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Αλέκο Κιτσάκη, την Ειρήνη Κονιτοπούλου, την Αιμιλία Χατζηδάκη, τον Χρύσανθο και τόσους άλλους κορυφαίους και μοναδικούς της παραδοσιακής μας μουσικής. Ποιόν να πρωτοθυμηθώ...
Και Καζαντζίδη, πολύ Καζαντζίδη ακούγαμε στο μπούρλιασμα και Μαρινέλα και Μανώλη Αγγελόπουλο με την Αννούλα, από τον ραδιοφωνικό σταθμό Φωκίδος.
Όσο ακούγαμε όλα αυτά, τόσο πλήθαιναν τα σαρίκια και σιγά σιγά, μίκρυνε και η κουμούλα με τον καπνό και όλο αλλάζαμε θέση και τραβούσαμε την κουρελού με το μιντέρι πιο κοντά.
Μα ο καπνός ήταν πολύς και τελειωμό δεν είχε. Πιάνονταν οι ώμοι μας από το σκύψιμο, πονούσε η πλάτη, έρχονταν και η νύστα και τα χέρια βάραιναν. Για να λέγαμε να ξαπλώσουμε λίγο και μετά να συνεχίσουμε, ούτε το σκεφτόμασταν. Έπρεπε να τελειώσει ο καπνός και μετά να σηκωθούμε απ΄την θέση μας.
Όσο περνάγαμε τα φύλλα, τόσο άνοιγαν στο μυαλό μας δρόμοι πλατιοί, που μας περίμεναν να τους διαβούμε κι΄’οσο δυνάμωναν οι πόνοι στην πλάτη, τόσο μεγάλωναν τα φτερά που ήταν διπλωμένα και περίμεναν να ανοίξουν, να μας πετάξουν μακριά, μπας και γλιτώσουμε απ΄την μαυρίλα του ζιφιριού και απ΄ την τυράννια του καπνού.
Η καημένη η μαμά, ήταν τόση η κούρασή της, γιατί ήταν στο πόδι από τις δύο τα μεσάνυχτα και εκτός από τον καπνό, είχε το μαγείρεμα, το πλύσιμο, την λάτρα του σπιτιού. Μερικές φορές, βάραιναν τα μάτια της τόσο πολύ, που ξάπλωνε εκεί, χωρίς να κουνηθεί από την θέση της, κατάχαμα στο τσιμέντο, πάνω στην κουρελού και την έπαιρνε ο ύπνος. Για δέκα λεπτά, ή για ένα τέταρτο, όχι για πολύ, μα ήταν αρκετό. Αυτή ήταν η ξεκούρασή της. Σηκώνονταν και ξανάρχιζε πάλι το τρελό πέρασμα των φύλλων στην βελόνα.
Εμείς, αν θέλαμε να ξεμουδιάσουμε, όλο στην βρύση του Πλύθα, ή στην βρύση του παπά τρέχαμε, την μια για να φέρουμε κρύο νερό και την άλλη να δούμε αν είναι στην θέση του το καρπούζι, που είχαμε βάλει στην μεγάλη γούρνα να κρυώνει. Όλη η γειτονιά έβαζε το καρπούζι της εκεί και τα ξεχωρίζαμε χαράζοντας στην φλούδα τα αρχικά από το όνομα του πατέρα. Α και Κ το δικό μας. Αντώνης Καρνετσής και κάθε τόσο, μια εγώ και μια η αδερφή μου, πηγαίναμε να δούμε μη μας το έκλεψε κανείς. Ποιος θα το έκλεβε; Κανένας φυσικά. Για μας όμως ήταν παιχνίδι, γιατί εκεί συναντούσαμε και άλλα παιδιά της γειτονιάς, βουτούσαμε και τα πόδια μας στο παγωμένο νερό και άντε πάλι δίπλα στην κουμούλα.
Την βαρεμάρα μας και την κούραση, έσπαζε για λίγο κανένα απρόοπτο εύρημα. Πότε πεταγόταν καμιά ακρίδα που έβγαινε μέσα από τα φύλλα και μας τρόμαζε, πότε κανένα τζιτζίκι που το ακούγαμε να τζιτζιρίζει ανάμεσα στα φύλλα και περιμέναμε σε ποιανού χέρια θα πέσει, κρυμμένα όλα, ακρίδες και τζιτζίκια μέσα στα φύλλα από την μαμά και τον μπαμπά, έτσι, για να μας ξαφνιάσουν και να παίξουν για λίγο μαζί μας. Και εμείς, χαιρόμασταν, μα πόσο πολύ χαιρόμασταν, όταν βρίσκαμε τον τζίτζικα!
Με αυτά όμως που δεν χαιρόμασταν καθόλου ήταν τα μεγάλα, σιχαμερά, παχιά πράσινα σκουλήκια που πολύ συχνά βρίσκαμε μέσα στον καπνό και ήταν σκέτη αηδία. Ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια, όταν τα σκέφτομαι ανατριχιάζω ολόκληρη. Αυτά, όχι… δεν τα έκρυβε κανένας μέσα στα κοφίνια. Μόνα τους τρύπωναν, κολλημένα πάνω στον καπνό και πολλές φορές μέχρι να φτάσουν στα χέρια μας, είχαν φάει και τρυπήσει πολλά φύλλα.
Η χαρά μας η μεγάλη όμως, ήταν το ομαδικό μπούρλιασμα.
Βάζαμε σε λεκάνες ή σε κουπάνες (μικρές μεταλλικές σκάφες) τον καπνό, παίρναμε την βελόνα μας και τους τσιλιέδες τον σπάγκο για το άδειασμα και πηγαίναμε στα γειτόνια. Μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, μπροστά στις σκεπαστές αυλόπορτες και μπουρλιάζαμε παρέα. Ήταν όμορφα τότε, το μπούρλιασμα, δεν ήταν βάρβαρο. Τα χεράκια μας δούλευαν, μα λέγαμε αστεία, διηγούμασταν ιστορίες που είχαμε ακούσει από τις γιαγιάδες, παραμύθια, κουτσομπολιά, τα όνειρα που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ, τα όνειρα που κάναμε για την ζωή μας. Περνούσαμε πολύ ωραία τις ώρες εκείνες, μα οι γονείς μας, δεν μας άφηναν πάντοτε. Αν ο καπνός ήταν λίγος, μας άφηναν, μα αν ήταν πολύς και η βιασύνη μεγάλη, τότε ήταν ανένδοτοι, γιατί δεν υπήρχε καιρός για χασομέρια, ούτε για πηγαινέλα σε Λευτερίτσες, Μαρίες και Κατίνες. Εκεί, κοντά τους έπρεπε να ήμασταν και να μπουρλιάζουμε όσο γινόταν περισσότερο.
Η μεγάλη απελπισία, ήταν όταν οι γονείς μας πήγαιναν και το απόγευμα στο χωράφι και άφηναν τον καπνό που δεν τελείωσε σε μας τα παιδιά να τον μπουρλιάσουμε.
Μας τον χώριζαν, θυμάμαι, στα δυό. Όσες αγκαλιές στην μία, τόσες και στην άλλη. Δίκαια πράγματα! Βάζαμε τα δυνατά μας τότε, να τελειώσουμε όσο γινόταν πιο γρήγορα, για να προλάβουμε να παίξουμε και λίγο. Τότε επιστρατεύονταν και οι φιλενάδες. Αν τελείωναν τον καπνό τους πιο νωρίς, έρχονταν για βοήθεια, να τελειώσουμε για να παίξουμε όλες μαζί. Χαρά μεγάλη, όποια έβλεπε την φιλενάδα της να έρχεται από το στενό. Μαυρίλα και στενοχώρια η άλλη, που θα έμενε μόνη της.
Ένα τέτοιο απόγευμα θυμάμαι, ήρθε το τσούρμο της αδερφής μου, πιάσανε τις βελόνες και για πότε τελείωσαν την κουμούλα της, χαμπάρι δεν πήρα. Έφυγαν όλες μαζί τρέχοντας και έμεινα εγώ μόνη με τα φύλλα να με κοιτάνε μοχθηρά και καταπράσινα. Έβαλα τα δυνατά μου, έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και από την βιασύνη μου, ούτε ξέρω πόσες φορές μπούλωξα το δάχτυλο στην βελόνα, το καταμάτωσα. Μπούρλιαζα, μπούρλιαζα και τελειωμό δεν είχε. Ήταν τόση η απελπισία, η κούραση, η βαρεμάρα και η ζήλεια σαν άκουγα τα άλλα παιδιά να παίζουν, που μουρχόταν να βάλω τα κλάματα.
Στο τέλος δεν άντεξα. Είχε μείνει λίγος καπνός, κανα δυό βελόνες θα ήταν, όχι παραπάνω, μα ήταν αδύνατο να τον μπουρλιάσω. Σηκώθηκα τότε απελπισμένη από την θέση μου, πήγα στο πιο απόμακρο σημείο της αυλής, άνοιξα ένα λάκκο και έθαψα μέσα τον καπνό που είχε απομείνει. Πάτησα καλά το χώμα να μην φαίνεται και ανέπνευσα ανακουφισμένη. Τον τακτοποίησα τον καπνό καλά, με τακτοποίησε όμως και κείνος. Βγήκα στο δρόμο με τάλλα παιδιά, μα που να παίξω! Το μυαλό μου σ΄αυτό που είχα κάνει. Έτρεμα μήπως με ανακαλύψουν. Κάποια στιγμή, αποφάσισα να πάω να τον ξεθάψω, να βγάλω τον καπνό από το μνήμα, μα ήταν αργά, είχε νυχτώσει και οι γονείς μου θα γύριζαν σε λίγο. Η αγωνία και το άγχος που πέρασα, δεν περιγράφεται. Μια ολόκληρη βδομάδα, έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Μια ολόκληρη βδομάδα, ήμουν το πιο καλόβουλο, το πιο πειθήνιο, το πιο εργατικό πλάσμα, μα κάθε τόσο, έκοβα βόλτες στην αυλή και έβλεπα από μακριά τον τάφο που είχα ανοίξει , να βεβαιωθώ αν είχε καλά κρυμμένο το μυστικό μου. Για μια ολόκληρη βδομάδα, είχα ανοίξει πόλεμο με τις κότες, τις κυνηγούσα με τις πέτρες, μην πάνε και σκαλίσουν το σημείο της ταφής.
Είπα τότε στον εαυτό μου, ότι δεν θα το ξανακάνω.
Το ξανάκανα όμως.
Δεν ξέρω αν ήταν την ίδια χρονιά, την επόμενη ή την μεθεπόμενη, γιατί τώρα που τα αναπολώ ο χρόνος είναι τόσο μακρινός και τόσο κοντινός συνάμα, αλλά πολλές φορές απροσδιόριστος.
Την άλλη φορά που ξεπέρασα τα όριά μου, δεν τα έθαψα τα καπνά. Έκανα κάτι καλύτερο. Στου Κετάνη το ρέμα τα πέταξα και τότε, δεν έτρεμα από τον φόβο μην με ανακαλύψουν, γιατί ήταν βράδυ και ήμουνα σίγουρη ότι κανένας δεν με είχε δει. Άκουσα μόνο την άλλη μέρα δυό γειτόνισσες που απορούσαν για το ποιος πέταξε τόσο ωραίο καπνό στο ρέμα. Άχνα εγώ, τσιμουδιά, μην κινήσω υποψίες, και δεν κίνησα! Ήμουν τόσο ήσυχο πλάσμα, που κανένας δεν με υποψιαζόταν. Αν το μάθαινε η μάνα μου θα έλεγε, είμαι σίγουρη, ΄΄ απ΄τα ήσυχα ποτάμια να φοβάσαι…΄΄
Εκείνο που απεχθανόμουν περισσότερο απ΄ όλα στο μπούρλιασμα, ήταν τα βρεγμένα καπνά, τότε που για να ζωντανέψουν όταν ήταν μαραμένα, ή για να ξεκολλήσουν από το πολύ ζιφίρι τα ούτσια και τα ούτσαλντι, τα βρέχαν στο κοφίνι, ή τα βουτούσαν αγκαλιά αγκαλιά μέσα σε λεκάνες με νερό και τα αράδιαζαν στο τσιμέντο να στραγγίσουν.
Πότιζαν τότε τα ρούχα που φορούσαμε, μούλιαζαν τα δάχτυλα από την υγρασία και ήταν μια διαδικασία, που καθόλου δεν την χώνευα.
Τα καπνά μετά το μπούρλιασμα, τα κρεμούσαμε για να ξεραθούν στις σκαλωσιές, ή σκέλιες, στους τοίχους των σπιτιών και στα βαγόνια ή λιάστρες όπως τα λέγανε αλλού.
Αυτά τα βαγόνια, ήταν η έννοια μας όλη μέρα. Κυνηγούσαμε στην κυριολεξία τον ήλιο.
Σύμφωνα με την κίνησή του, μετακινούσαμε και στήναμε απέναντι τα βαγόνια λες και ετοιμάζονταν για φωτογραφία, στηριγμένα σε δυό ξύλινα τσατάλια. Ευτυχώς, που τις σκαλωσιές δεν τις στήνανε πάνω σε ρόδες, γιατί τότε, αλλοίμονο, θα έπρεπε να τις γυρνάμε και αυτές όλη μέρα, σαν τον φούρνο του Χότζα.
Ο μεγάλος πανικός για βαγόνια και σκαλωσιές, ήταν όταν ξεσπούσαν οι μπόρες οι καλοκαιρινές. Μόλις έπιαναν οι πρώτες ψιχάλες, τρέχαμε όλοι σαν τους τρελούς να μαζέψουμε τα βαγόνια σε μέρος ασφαλές και να κλείσουμε τις σκαλωσιές.
Άκουγες τότε φωνές, από ανθρώπους που έτρεχαν αλαφιασμένοι και καλούσαν ο ένας τον άλλο να κάνει γρήγορα για να προλάβουν την βροχή. Τράνταζε ο τόπος, γιατί τα μπουμπουνητά από τις βροντές, γίνονταν ένα, με τον τρομακτικό θόρυβο που έκαναν οι λαμαρίνες όταν έκλειναν, για να σκεπάσουν τις σκαλωσιές , λες και είχαμε πόλεμο και άρχιζε ο βομβαρδισμός. Άριστο ηχητικό εφέ για ταινίες τρόμου.
Τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πως οι γονείς μας , εμπιστεύονταν σε μας ,έξη, επτά και οκτώ χρονών παιδάκια αυτή την δουλειά, όταν οι ίδιοι ήταν στα χωράφια. Ήταν τόσο επικίνδυνες εκείνες οι λαμαρίνες με την ορμή που είχαν όταν έκλειναν, που από τύχη νομίζω δεν θρηνήσαμε θύματα.
Ευτυχώς που ήρθαν μετά οι μουσαμάδες. Η σωτηρία μας όμως ήταν τα νάιλον που ήρθαν αργότερα. Ούτε άνοιγμα ήθελαν ούτε κλείσιμο, σίγουρη και εύκολη δουλειά.
Το πιο αστείο και το πιο τραγικό συνάμα, ήταν όταν η ψιχάλα έπιανε το απόγευμα της Κυριακής, τότε που όλοι, ντυμένοι στα καλά τους, έβγαιναν για μια βόλτα στα πλατάνια, την μοναδική διασκέδαση που είχαν μέσα στο καλοκαίρι και τις μοναδικές ώρες χαλάρωσης και ξεκούρασης. Με τις πρώτες βροντές ή τις πρώτες σταγόνες, έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι, μικροί και μεγάλοι, να προλάβουν να φτάσουν στο σπίτι , να προστατέψουν τον κόπο τους και την σοδειά τους. Μέσα σε λίγα λεπτά, τα πλατάνια, από τόπος που έσφυζε από ζωή, γέλια και χαρές μετατρέπονταν σε τοπίο ερημικό χωρίς ίχνος ανθρώπινης ζωής. Μόνο οι μαγαζάτορες που είχαν τα εξοχικά κέντρα έμεναν και έτρεχαν και αυτοί να μαζέψουν τα απλωμένα κάτω από τα δένδρα τραπεζάκια.
Είχε και ένα καλό το μπούρλιασμα! Ήταν μια ευκαιρία να βγάλουμε το χαρτζιλίκι μας. Αν τελειώναμε νωρίς τον δικό μας καπνό και είχαμε κουράγιο, πηγαίναμε σε άλλα σπίτια και μπουρλιάζαμε με το σαρίκι. Μία δραχμή το σαρίκι. Χαρά τότε… κουραζόμασταν μεν, αλλά είχαμε χρήματα για ένα χωνάκι παγωτό, ή ένα ξυλάκι σοκολάτα από το περίπτερο του Ζάχου, ίσως και μια πάστα από το ζαχαροπλαστείο του παπα Αριστείδη, που τότε δεν ήτανε ακόμη παπάς , έκανε όμως τις ωραιότερες πάστες και τους πιο σιροπιαστούς μπαμπάδες, που γλύκαιναν για λίγο την πικρή γεύση, που άφηνε στο στόμα το ζιφίρι.
Γειά και χαρά σε όλους εσάς, που χιλιάδες καπνόφυλλα, πέρασαν από τα χέρια σας,
Γειά και χαρά σε όλους εσάς που το όνομά σας χαραγμένο πάνω στην φλούδα ενός καρπουζιού, ταξίδεψε στα παγωμένα νερά της γειτονιάς σας .
Κούλα Καρνετσή