Από την Κούλα Καρνετσή
Πρωί Σαββάτου.
Ανεβαίνω στο χωριό.
Στο ραδιόφωνο η Ξανθίπη Καραθανάση τραγουδά με την μοναδική ερμηνεία της το ΄΄ξένος εγώ΄΄. Συγκινούμαι που την ακούω και αυτόματα το μυαλό μου πηγαίνει χρόνια …πολλά χρόνια πριν, στα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας… τότε που καθημερινά στο μπούρλιασμα άκουγα την εκπομπή με τα δημοτικά του Σίμωνα Καρρά, από το ραδιόφωνο που ο μπαμπάς είχε μόνιμα ανοιχτό.
Δεξιά μου ένα χωράφι, μοναδικό σε όλη την διαδρομή, φυτεμένο με καπνό.
Δεν αντέχω στον πειρασμό.
Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και χώνομαι δειλά στην αρχή, όλο λαχτάρα μετά, μέσα στα ΄΄καρίκια΄΄, ανάμεσα στα καπνά.
Αρχίζω να σπάζω… θέλω τα χέρια μου να γεμίσουν ΄΄ζιφίρια΄΄ και δεν αργούν, γιατί τα φύλλα είναι ΄΄ούτσια΄΄ και ΄΄ούτσαλντι΄΄ και αυτά έχουν πολύ ζιφίρι επάνω τους.
Μυρίζω τα φύλλα του καπνού και τρελαίνομαι.
Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, όλα μέσα σ΄αυτή την μυρουδιά.
Όλα μέσα σ΄αυτή την πράσινη θάλασσα, που κάθε καλοκαίρι κολυμπούσαμε όλα τα παιδιά.
Τότε που άλλα παιδιά κολυμπούσανε στα κύματα, στα γαλάζια νερά της θάλασσας, εμείς τα παιδιά στα καπνοχώρια, κολυμπούσαμε στα καρίκια, παλεύαμε με τις ρίζες του καπνού, μαυρίζαμε από το ζιφίρι σκουπίζαμε την αλμύρα από τον ιδρώτα και όχι από το αλάτι της θάλασσας.
Όταν τα άλλα παιδιά βουλιάζανε στην άμμο, εμείς βουλιάζαμε στο χώμα, πεδικλωνόμασταν στα ΄΄τουπάτσια΄΄ και αντί για αχινούς, πατούσαμε τριβόλια και διαβόλια.
Όταν τα άλλα παιδιά, βλέπανε τα πιο γλυκά τους όνειρα, βυθισμένα στον ύπνο τον βαθύ, εμείς, έπρεπε να σηκωθούμε και με το μάτι μισάνοιχτο, να ανεβούμε στο άλογο, στο γαϊδουράκι, η στο κάρο για να πάμε στο σπάσιμο.
Να περπατάει το άλογο και μεις να τραμπαλιζόμαστε πάνω στα καπούλια και να κρατιόμαστε γερά από το σαμάρι, γιατί ο ύπνος ήτανε πολύ γλυκός, όταν μας έβρισκε καθιστούς πάνω στο άλογο.
Ο πιο ωραίος όμως ύπνος, ήταν στην διαδρομή, μέχρι να φτάσουμε στο χωράφι, πάνω στο κάρο, ή στην σούστα, για την οποία πολύ καμάρωνε ο παππούς μου και όλο έλεγε ότι ήταν σαν κούρσα.
Τα τρακτέρ που ήρθαν αργότερα στο χωριό, καθόλου δεν μου άρεσαν. έφταναν τόσο γρήγορα… μα τόσο γρήγορα στο χωράφι, που ούτε να κοιμηθείς στο δρόμο μπορούσες, ούτε να ονειροπολήσεις προλάβαινες.
Με το κάρο όμως, η διαδρομή ήταν μαγεία.
Ξαπλωμένη, κοίταγα τον ουρανό. Με μάγευε το άπειρο, με μάγευαν τα αστέρια, με μάγευε το φεγγάρι. Εκεί, πάνω στο κάρο, ανακάλυψα την μικρή και την μεγάλη άρκτο, την πούλια πούχε εφτά παιδιά, ( που όσο και να τα μετρούσα δεν κατάφερνα να τα βγάλω εφτά), τον Αυγερινό και τον αποσπερίτη. Μετρούσα… μετρούσα και τελειωμό δεν είχαν.
Κάθε φορά όμως που τα μετρούσα, κοίταγα με έναν μικρό φόβο τα χέρια μου, μη μου γεμίσουν ΄΄μπατραβίτσες΄΄, γιατί παρ΄όλο που είχα μεγαλώσει και η σκέψη μου είχε ωριμάσει, πάντα είχα αυτόν τον φόβο.
Τα αστέρια με μάγευαν από πολύ μικρή… από τότε, που έβγαινα την νύχτα στην αυλή μας , παιδάκι μικρό να κατουρήσω και φοβόμουνα να φτάσω στον καμπινέ, στο ΄΄κενέφι΄΄ που έλεγε και ο μπαμπάς μου, γιατί ήταν στην άλλη άκρη της αυλής και έτσι που ήταν θεοσκότεινα, φοβόμουν μην παραπατήσω και μπεί το πόδι μου στην τρύπα που άφηναν τα σαπισμένα σανίδια.
Καθόμουνα και γω η καλή σου στην μέση της αυλής και μέχρι να κάνω την ανάγκη μου, κοίταγα τον ουρανό, κοίταγα τα αστέρια, μα δεν τολμούσα ούτε ένα να μετρήσω, γιατί η γιαγιά μας έλεγε, πως όσα αστέρια μετρήσεις, τόσες ‘’μπαντραβίτσες΄΄ θα βγάλεις στα χέρια σου.
Αυτός ο φόβος, με συνόδευε και πάνω στο κάρο και όσο και να τον έκανα στην άκρη, κοίταγα καλού κακού και τα χέρια μου και έλεγα μέσα μου λες ;…δεν ξέρεις καμιά φορά…
Δύο η ώρα την νύχτα.
Ώρα σημαδιακή. Όλα τα ξυπνητήρια ρυθμισμένα στις δύο.
Το χωριό ξυπνούσε από τον ύπνο του. Ποιόν ύπνο δηλαδή… ποιος προλάβαινε να κοιμηθεί ; Δώδεκα ξαπλώνανε οι άνθρωποι, δύο σηκωνόταν. Ίσα να προλάβει να σιάξει λίγο το κορμί από την ταλαιπωρία της μέρας και άντε πάλι απ΄ την αρχή.
Οι ήχοι γνώριμοι και ίδιοι κάθε μέρα. Πρώτα οι φωνές των ανθρώπων από το ξύπνημα και την προετοιμασία και μετά οι οπλές των αλόγων πάνω στο καλντερίμι, ο ήχος από τις ρόδες και τα κάρα, που με το ζόρι προχωρούσαν στα στενά σοκάκια. Χλιμιντρίσματα αλόγων, γκαρίσματα γαϊδάρων, γαυγίσματα σκύλων, ανήσυχο φτερούγισμα και κακάρισμα από τις κότες, που ενοχλημένες από το πρόωρο ξύπνημα, κούρνιαζε η μια δίπλα στην άλλη.
Οι πιο γρήγοροι και ταμαχκιάρηδες, έφευγαν πρώτοι και ήταν σημείο αναφοράς για τους υπόλοιπους.
΄Άντε … ο Ζαχαρίας έφυγε… κάντε γρήγορα… ΄΄ συνήθως οι άνδρες που όλο βιάζονταν, παρακινούσαν τις γυναίκες, που ακόμα και κείνη την ώρα κοίταζαν να κάνουν καμιά δουλειά.
Μοναδική εξαίρεση, ο παππούς μου ο Γιάννης και η γιαγιά μου η Μαρίτσω.
-΄Άντε μπρέ Γιάννη… άντε…΄΄
-΄΄ Ευά μαρ΄ Μαρίω…ευά… έτοιμος είμαι…΄΄ κάθε μέρα το ίδιο.
Ανήσυχο πνεύμα η γιαγιά, σβέλτα, καπάτσα δουλευταρού και τσαπατσούλα, όπως οι περισσότεροι σβέλτοι άνθρωποι.
Ντελικάτος, ήσυχος και ήρεμη δύναμη ο παππούς.
Πού να συγχρονιστούν στο ξεκίνημα!
Φουρ –φουρ, σε πέντε λεπτά έτοιμη η γιαγιά.
Εκείνος, μέχρι να βγάλει το άλογο από το αχούρι, να το χαϊδέψει, να το γλυκομιλήσει, να του περάσει το χαλινάρι με τις κόκκινες φουντίτσες, να ζέψει το κάρο , να στρίψει το τσιγάρο η γιαγιά έβγαζε φωτιές.
-΄΄Άντε μπρε… ο Γιώργος άρχισε να σπάζει και μεις ακόμα εδώ….΄΄
Απτόητος ο παππούς. Όσο και να βιάζονταν τον ίδιο χρόνο θα έκανε.
Είχε όμως ωραίο άλογο. Είχε μια φοράδα κόκκινη, που άμα την έζευε και ξεκινούσε, τον αντάμειβε για όλες τις καθυστερήσεις και όλα τα γλυκόλογα που της είχε πει.
Σαν άνοιγε βήμα και ξεκινούσε, βημάτιζε καμαρωτή καμαρωτή. Έτρεχε και όλους τους περνούσε και έτσι, ησύχαζε η γιαγιά που θάφτανε μαζί με τους άλλους στο χωράφι, καμάρωνε και ο παππούς πάνω στην σούστα του που ήταν σαν κούρσα.
Είχε όμως ένα κουσούρι, αυτό το ωραίο άλογο. Φοβόταν πολύ τα τρακτέρ και τα αυτοκίνητα. Έτσι και έβλεπε να έρχεται τρακτέρ από το αντίθετο ρεύμα, τρόμαζε τόσο πολύ… αφήνιαζε, σηκωνόταν σούζα στα δύο πισινά πόδια, χλιμίντριζε δυνατά… και όπου φύγει, φύγει. Έτρεχε σαν τρελή. Πού να την κάνει ζάπι ο μικροκαμωμένος μπάρμπα Γιάννης! Ότι ήθελε αυτή έκανε και όπου ήθελε τους πήγαινε.
Κόντεψε να τους σκοτώσει μια φορά, που απ΄την τρομάρα της, αφήνιασε και έριξε το κάρο στο χαντάκι, δίπλα στο δρόμο, λίγο πιο κάτω από την γέφυρα του΄΄κούρουτσάι.΄΄ Ευτυχώς που τότε ακόμα τα τρακτέρ ήταν πολύ λίγα και πήγαιναν στην ίδια κατεύθυνση με τα άλογα, γιατί είχαν τον ίδιο προορισμό.
Κομβόι ξεκινούσαν τα κάρα και τα άλογα, φορτωμένα με τα άδεια κοφίνια, στον δρόμο για τον κάμπο και μετά χώριζαν. Άλλα στα κεραζλίκια, άλλα στο τούμπαλαρ, άλλα στο κοτζιάκοζ, στο γιουρούμπαλαρ, στα μπατάκια ,στις παλάγκες, στα πρωτοχώραφα.
Γέμιζαν τα χωράφια ανθρώπους. Νέους, γέρους, παιδιά, όλες τις ηλικίες.
Μα δεν άκουγες φωνές, δεν άκουγες γέλια, δεν άκουγες τραγούδια. Μόνο από τα φανάρια που πηγαινοέρχονταν σαν στοιχειωμένα μέσα στις αράδες, καταλάβαινε κανείς ότι υπήρχαν άνθρωποι στο χωράφι.
Κανένας δεν μιλούσε, κανείς δεν τραγουδούσε, κανένας δεν γελούσε.
Πού κουράγιο… πού διάθεση μες στα μαύρα τα μεσάνυχτα…
Σκυφτοί όλοι, μπερδεμένοι μέσα στις ρίζες του καπνού, έσπαζαν τα φύλλα αμίλητοι και βιάζονταν να μαζέψουν όσο γίνεται περισσότερο καπνό, να αφήσουν όσο γίνεται περισσότερους ΄΄ελπεζέδες΄΄ κατά γης, πριν βγει ο ήλιος και πιάσει η ζέστη. Η κούραση, η ταλαιπωρία, η φτώχεια, η ανέχεια, όλα συσσωρευμένα έβγαιναν εκείνη την ώρα και ο καθένας, χωμένος μέσα στις σκέψεις του, βούλιαζε στα προβλήματα, που λυτρωμό δεν είχαν και προχωρούσε μηχανικά στην αράδα του.
Καμιά φορά άκουγες καμιά φωνή από το διπλανό χωράφι
-΄΄ Έ… Αντώνη… νε ολίο μπρέ…
-΄΄Εεί… εεί… απαντούσε ο μπαμπάς.
Μικρασιάτης ο μπαμπάς μου και όσοι ήξεραν τον ρωτούσαν στα Τούρκικα τι κάνει. Έτσι… για να ακουστεί μια φωνή, να αισθανθεί ο άλλος, ότι υπήρχαν άνθρωποι γύρω του, ότι δεν ήταν μοναχός μέσα στο μαύρο το σκοτάδι, που γίνονταν ακόμα πιο μαύρο μέσα στα καταπράσινα φύλλα του καπνού και βάθαινε ακόμα πιο πολύ, την μαυρίλα της καρδιάς.
Το σπάσιμο, σε αντίθεση με τις άλλες δουλειές του καπνού στα χωράφια, ήταν δουλειά μοναχική. Στην φυτεία, στην τσάπα, άκουγες φωνές, γέλια, τραγούδια, πειράγματα, έβλεπες κόσμο να κινείται και να δουλεύει. Μα εδώ, ήσουν μοναχός. Εσύ, η αράδα, ο καπνός και οι σκέψεις σου.
Σαν έβγαινε ο ήλιος και άρχιζε η ζέστη, άρχιζε και το μαρτύριο. Τα φύλλα μαραίνονταν, τα κορμιά χαλάρωναν, τα στομάχια διαμαρτύρονταν από την πείνα και τα χέρια έχαναν την ζωντάνια και τον ρυθμό τους και δούλευαν πιο αργά, πιο νωχελικά.
Αυτή που δεν άντεχε καθόλου τον ήλιο, ήταν η αδελφή μου, η Θοδωρίτσα. Γρήγορη, σβέλτη η Θοδώρα, δούλευε πολύ. Όσο και να προσπαθούσα, αν και πιο μεγάλη εγώ, δεν κατάφερνα να την φτάσω. Πάντα ήταν μερικά βήματα πιο μπροστά από μένα. Ένα και ένα με τους μεγάλους πήγαινε. Μα μέχρι να βγεί ο ήλιος. Έτσι και την χτυπούσε ο ήλιος στην ΄΄τύμπα΄΄ , τρελαίνονταν. Γέμιζαν δεν γέμιζαν τα κοφίνια, έπρεπε να φύγουμε.
-Μια αράδα ακόμα να τελειώσουμε τον ΄΄ταχτά΄΄… την παρακινούσαν οι μεγάλοι.
Μα η μια αράδα γίνονταν δυό και οι δυό τρεις, μέχρι να γεμίσουν τα κοφίνια με κορυφή και μπαϊλντίσει τελείως η Θοδώρα.
Μια φορά έσπαζαν στο γιουρούμπαλαρ, αυτή με τους γονείς μου. Γκρίνιαζε να φύγουν. Ο ήλιος την είχε αποκάμει. Τον μπαμπά τον κατάφερε, μα η μαμά ανένδοτη.
- Μην τυχόν και πείσει… έλεγε η Θοδώρα στον μπαμπά.
Δεν τον έπεισε, γιατί λυπήθηκε το κορίτσι του και ήθελε να της κάνει το χατήρι, μά και ο ίδιος, δεν τα πήγαινε καλά με τον ήλιο. Άρχισαν να μαζεύουν τους ελπεζέδες σε αγκαλιές και να τους βάζουν στα κοφίνια. Μάζεψαν, φόρτωσαν, η μαμά ακόμα μουρμούριζε και έσπαζε και τελειωμό δεν είχε. Στο τέλος την παράτησαν να σπάζει μόνη της και έφυγαν και έτρεχε η κυρά Τούλα να κόψει δρόμο μέσα απ΄τα χωράφια για να τους φτάσει.
Άρχιζαν πάλι οι γνωστοί θόρυβοι. Οι φωνές, το φόρτωμα των κοφινιών, το ζέψιμο των ζώων, οι οπλές των αλόγων, οι ρόδες των κάρων, τα τρακτέρ που ξεκινούσαν.
Ήταν η ώρα της επιστροφής. Ξανά το κομβόι στο δρόμο με προορισμό το χωριό. Παραβλέποντας οι χωριανοί την κούραση, καμάρωναν για τα γεμάτα κοφίνια με τις μεγάλες κορυφές και τους μποχτσάδες παραφουσκωμένους δίπλα.
Έφευγαν να συνεχίσουν την δουλειά στο σπίτι, να μπουρλιάσουν τον καπνό που έσπασαν, να κρεμάσουν τα σαρίκια στα βαγόνια και τις σκέλες να τα στεγνώσουν, να τα μαζέψουν, να τα κάνουν σαντάλια. Γιατί η δουλειά του καπνού, τελειωμό δεν είχε, και η πίκρα απ΄ το ζιφίρι, ήταν μπερδεμένη με την πίκρα της ζωής, με την πίκρα της φτώχειας, με την πίκρα της ταλαιπωρίας.
Έρμη Μικρόπολη, πατρίδα αγαπημένη, πολύ τα ταλαιπώρησες τα παιδιά σου.
Γειά χαρά σε όλους εσάς Μικροπολιώτες, που αφήσατε τα όνειρά σας μέσα στα καπνοχώραφα.
Κούλα Καρνετσή.
Υ. Γ. όσοι έχετε άγνωστες λέξεις, δεν ξέρετε τις μπαντραβίτσες, τα καρίκια, τα ζιφίρια, τους ελπεζέδες και άλλες, απευθυνθείτε στους γονείς και τους παππούδες σας. Αυτοί τα γνωρίζουν καλύτερα από μένα και θα σας τα εξηγήσουν σίγουρα.